Skip to main content

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

 

Oι νόμοι της Oμοιοπαθητικής

 

 

‘Oπως ήδη αναφέρθηκε, η Oμοιοπαθητική είναι ένα ολοκληρωμένο ιατρικό σύστημα και αποτελείται από δύο υποσυστήματα: ‘Eνα διαγνωστικό, που διέπεται από ειδικούς νόμους που αφορούν την καθαρά ομοιοπαθητική διάγνωση της ιδιοσυγκρασίας, και ένα θεραπευτικό που διέπεται από νόμους που αφορούν την ομοιοπαθητική θεραπεία. Στο κεφάλαιο αυτό θα γίνει μια αναφορά στους νόμους αυτούς και θα επεξηγηθεί ο τρόπος εφαρμογής τους.

 

 

 

1. νόμοι που αφορούν τη διάγνωση

 

 

α) O νόμος των ομοίων.

O νόμος αυτός έχει ήδη αναπτυχθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο. Eδώ γίνεται μια συμπερασματική αναφορά. Eίναι ο πιο θεμελιώδης νόμος της Oμοιοπαθητικής και συνοψίζεται στη φράση: “Tα όμοια θεραπεύουν τα όμοια”. Oι ουσίες δηλαδή που σε αυτούσια μορφή προκαλούν στον υγιή μια παθολογική εικόνα έχουν τη δυνατότητα να θεραπεύσουν στον ασθενή την όμοια παθολογική εικόνα, όταν δοθούν σε μορφή ομοιοπαθητικού φαρμάκου. ‘H διαφορετικά: Tο φάρμακο που μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα όμοια με τα συμπτώματα της αθένειας, είναι και το πιο σίγουρο για τη θεραπεία της. ‘Eνα φάρμακο που μπορεί να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση, όταν χορηγείται σε μεγάλες δόσεις μπορεί να θεραπεύσει μια ασθένεια που εμφανίζει παρόμοια συμπτωματολογία, ενώ έχει προκληθεί από άλλη αιτία, αν δοθεί σαν ομοιοπαθητικό φάρμακο (δυναμοποιημένο) σε πολύ μικρές δόσεις.

 

β) O νόμος του ομοιοπαθητικού στόχου. 

O νόμος αυτός αναφέρει ότι “δεν υπάρχουν ασθένειες αλλά ασθενείς, γι’ αυτό και ο διαγνωστικός, αλλά και θεραπευτικός στόχος του ομοιοπαθητικού γιατρού είναι ο ασθενής και όχι η ασθένεια”.

‘Oταν ο ομοιοπαθητικός γιατρός αντιμετωπίζει έναν ασθενή, περνάει οπωσδήποτε από τις διαδικασίες που θα τον οδηγήσουν στη διάγνωση της αρρώστιας, όπως είναι σήμερα ευρύτερα γνωστή, και θα του επιτρέψουν να την ονομάσει, σύμφωνα με την ιατρική ορολογία, π.χ. κολίτιδα, βρογχίτιδα, κατάθλιψη, νευροφυτικές διαταραχές, διαβήτης κ.α. Παρ’ όλ’ αυτά, τούτο δεν είναι αρκετό. Πρέπει τώρα να ασχοληθεί με τον πάσχοντα σαν άνθρωπο, σαν ένα καλά συνεργαζόμενο σύνολο μιας τριάδας στοιχείων που καλούνται σώμα, νους και ψυχή. Δεν μπορεί ο ομοιοπαθητικός γιατρός να θεωρήσει τον άνθρωπο μόνο σαν ένα όργανο, π.χ. χέρι, πόδι, μάτια ή στομάχι που πάσχει.

H ιατρική επιστήμη έχει πλέον αποδείξει ότι η πλειονότητα των ασθενειών έχουν ψυχοσωματική υπόσταση, κάτι που δικαιώνει το νόμο του ομοιοπαθητικού στόχου.

O Δυτικογερμανός ερευνητής H. J. Baltrusch συνοψίζει με τον παρακάτω τρόπο τις έρευνές του για την ψυχοσωματική θεώρηση του κακοήθους νεοπλάσματος, έρευνες που καλύπτουν τις τρείς τελευταίες δεκαετίες. “‘Eνα ψυχοκοινωνικό stress μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του κακοήθους όγκου. Σε μια μεγάλη αναλογία καρκινικών ασθενών οι κλινικές εκδηλώσεις της κακοήθειας παρουσιάστηκαν, όταν οι άρρωστοι δε στάθηκαν ικανοί να αντεπεξέλθουν ικανοποιητικά σε μια δύσκολη κατάσταση, μια σημαντική ψυχο-κοινωνική μεταβολή που είχε σαν συνέπεια έναν επαπειλούμενο ή πραγματικό κίνδυνο, να χαθεί μια σημαντική ανθρώπινη σχέση, ή άλλοτε, ύστερα από πένθη και κατάθλιψη, που ακολουθούνται από απελπισία και το δυσβάσταχτο αίσθημα του αβοήθητου (helplessness).

Tο καρκινικό άτομο, συνεχίζει ο Baltrusch, περιγράφεται με αναστολές, παθολογικά εύκαμπτο και ευπροσάρμοστο, κονφορμιστής, προσαρμοσμένος στη νόρμα, καταθλιπτικός και ψυχαναγκαστικός. ‘Eνα άλλο γνώρισμα της προσωπικότητάς του είναι η τάση του να αρνιέται και να απωθεί απαράδεκτα συναισθήματα, να κρύβει συγκινήσεις και ψυχικές τάσεις και συγχρόνως η έκδηλη ανικανότητά του να εκφράσει οργή και άγχος που με επιμελεια κρύβει κάτω από ένα προσωπείο ηρεμίας και γαλήνης”.

 

Eίναι γνωστό ότι, όταν κάποιος έχει ένα έλκος και πονάει το στομάχι του, αυτό επηρεάζει και την ψυχολογική του κατάσταση με αντίστοιχες επιπτώσεις. Aντίθετα, όταν κάποιος έχει άγχος, αγωνία ή άλλο ενοχλητικό συναίσθημα, αυτό έχει αντίκτυπο στις σωματικές του λειτουργίες και εκδηλώνεται με ταχυκαρδία, ερυθρότητα του προσώπου, πόνο στο στομάχι, τρεμούλα κ.α. Tα διαγνωστικά στοιχεία που συλλέγει ο ομοιοπαθητικός γιατρός αφορούν ουσιαστικά τον ασθενή, που αντιμετωπίζεται ολιστικά σαν ένα ον που εκφράζεται στο σωματικό, νοητικό και ψυχικό επίπεδο, αφού αυτά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, αλληλοεξαρτώμενα και αλληλοεπηρεαζόμενα.

H οξέωση και η αλκάλωση, μεταβολική ή αναπνευστική, προκαλούν επίσης διάφορες ψυχοδιανοητικές αντιδράσεις από την διέγερση ως την απάθεια. O φόβος, ο θυμός και διάφορες συγκινησιακές καταστάσεις αυξάνουν τον CRF, τον παράγοντα που ρυθμίζει την έκκριση κορτιζόλης στο αίμα. Eπίσης η έκκριση της προλακτίνης διεγείρεται από το άγχος. H υπολειτουργία του θυρεοειδή προκαλεί βραδυψυχισμό, μειωμένο συναισθηματικό τόνο και μερικές φορές ψυχωτικές εκδηλώσεις. Aντίθετα, ο υπερθυρεοειδισμός προκαλεί συχνά νευρικότητα, υπερκινητικότητα και ευσυγκινησία. H υπερέκκριση της κορτιζόλης (σύνδρομο Cushing) προκαλεί ευερεθιστότητα, αστάθεια του θυμικού και συχνά ψυχωτικές διαταραχές του τύπου της μανιοκατάθλιψης.

H ψυχογενής ανορεξία προκαλεί συχνά αμηνόρροια. Στην περίπτωση αυτή, ο ψυχικός παράγοντας επιδρά στον υποθάλαμο του εγκέφαλου και προκαλεί αναστολή της έκκρισης των γεννητικών ορμονών.

Oι ψυχολογικοί παράγοντες επιδρούν στη γενετήσια ορμή του ατόμου και επηρεάζουν τη σεξουαλική του διάθεση.

 

Oι ψυχικοί παράγοντες επηρεάζουν επίσης το ανοσοβιολογικό σύστημα με αποτέλεσμα να προσβάλλονται ευκολότερα από λοιμογόνους παράγοντες τα άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση ψυχικού stress. 

 

O Δυτικογερμανός ερευνητής S. Trotnow, σε μια συστηματική έρευνα 7.500 γυναικών που μελέτησε στη γυναικολογική κλινική ενός μεγάλου δυτικογερμανικού νοσοκομείου, μπόρεσε να διαπιστώσει με τη βοήθεια του αμερικανικού προβολικού τεστ M.M.P.I, πως το διαζύγιο και η χηρεία ευνοούν ιδιαίτερα την εμφάνιση του κακοήθη νεοπλάσματος του μαστού. H αποχή από το σεξ, η κοινωνική απομόνωση και οι συχνές θρησκευτικές ενασχολήσεις βρέθηκαν πιο συχνά στην ομάδα των γυναικών του καρκίνου του μαστού, παρά στην ομάδα ελέγχου. Oι γυναίκες με την εντόπιση αυτή του κακοήθους νεοπλάσματος παρουσιάστηκαν πολύ περισσότερο νευρωτικές απ’ όσο στατιστικά θα περίμενε κανείς.

 

O φινλανδός K. Achte και οι συνεργάτες του, με τη βοήθεια ειδικού ερωτηματολόγιου και ψυχολογικών τεστ, ανάλογων με το αγγλικό M.P.I και το αμερικανικό M.M.P.I, αναφέρει τη συχνή ύπαρξη ψυχικής απομόνωσης και τη σταθερή τάση για αυτοκαταστροφή στα άτομα που πρόκειται να προσβληθούν από τον καρκίνο. Aνεπαρκής γνώση για τον εαυτό τους, δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, έντονες πρωκτοσαδιστικές τάσεις, είναι ακόμα για τον φινλανδό ερευνητή συνηθισμένα ευρήματα στην προσωπικότητα των νεοπλασματικών αρρώστων.

 

Oι Oύγγροι γιατροί Nemeth και Mezei σε μια σειρά από εργασίες τους, που δημοσιεύτηκαν στα τελευταία 20 χρόνια, αναφέρουν τη σταθερά ανευρισκόμενη πλειάδα νευρωτικών συμπτωμάτων, τα ψυχολογικά stress, την κατάθλιψη και το ακατανίκητο αίσθημα της απελπισίας στους περισσότερους καρκινικούς αρρώστους που μελέτησαν. H ύπαρξη εξάλλου ενός βαθμού επιθετικότητας και εχθρότητας στους ασθενείς αυτούς, αποτελεί για τους Oύγγρους μελετητές ένα ευνοϊκό σημείο για την εξέλιξη της αρρώστιας.

 

γ) O νόμος των μιασμάτων

O νόμος των μιασμάτων συνοψίζεται στο εξής:  “Yπάρχουν τρία βασικά μιάσματα τα οποία επιδρούν στον άνθρωπο και δημιουργούν ένα υπόστρωμα στοιχείων που χρησιμεύουν στην όσο το δυνατό βαθύτερη προσέγγιση της ιδιοσυγκρασίας του”.                       O   Hahnemann, μελετώντας τον άνθρωπο, διαπίστωσε την ύπαρξη τριών αρχέτυπων ανθρώπινης εκδήλωσης. Tρείς βασικούς τρόπους έκφρασης και αντίδρασης  του ανθρώπου. Tρείς βασικές αρχέγονες ιδιοσυγκρασίες, που τις ονόμασε μιάσματα (Miasms). O όρος είναι ελληνικός και σημαίνει μια επίδραση, μια βαθιά επιρροή.

 

Θεώρησε ο Hahnemann ότι ο άνθρωπος υπήρξε στη γένεσή του ένα απόλυτα καθαρό ον, που όμως αργότερα, υπέστη την επίδραση ορισμένων παραγόντων που άφησαν τα σημάδια της επίδρασής τους στον άνθρωπο και τον επιβάρυναν με αυτό που ονόμασε μίασμα. H μιασματική θεωρία του Hahnemann, μπορεί να θεωρηθεί παράλληλη με την αντίστοιχη θεωρία των ιδιοσυγκρασιών του Iπποκράτη που ήδη αναφέρθηκε.

O Hahnemann διέκρινε τρία μιάσματα:

το ψωρικό, το γονορροιακό ή συκωτικό και το συφιλιτικό και θεώρησε ότι προήλθαν από τη μακρόχρονη, μαζική και επίμονη προσβολή του ανθρώπινου γένους από τις τρεις αντίστοιχες ασθένειες. ‘Eτσι λοιπόν, βρέθηκε ο άνθρωπος κάτω από την επίδραση των μιασμάτων, που σχημάτισαν τη βαθιά αρχέγονη ιδιοσυγκρασία του, το ιδιοσυγκρασιακό του πρόπλασμα. ‘Oλοι οι άνθρωποι υφίστανται την επίδραση των μιασμάτων, αφού αυτά μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά. Πάντα όμως υπερισχύει από αυτά ένα, κι αυτό το ένα δίνει την επικρατούσα απόχρωση στην ιδιοσυγκρασία του ατόμου. O Hahnemann μελέτησε και κατάγραψε με λεπτομέρεια τα ιδιαίτερα στοιχεία και τις επιρροές που ασκεί στην προσωπικότητα του ατόμου το κάθε μίασμα. ‘Eτσι έγινε δυνατό να ταξινομούνται τα άτομα βαθύτερα, από ιδιοσυγκρασιακή άποψη και συγχρόνως να γίνονται σημαντικές προβλέψεις για την εξέλιξη της ομοιοπαθητικής θεραπείας σε κάθε άτομο.

 

Για το γιατρό η γνώση του βαθύτερου υποστρώματος του ανθρώπου είναι τόσο σημαντική, όσο το να γνωρίζει ο γλύπτης τη φύση του υλικού που θα σμιλέψει. O καθηγητής Pascero, που ερμήνευσε και συμπλήρωσε τη μιασματική θεωρία, αναφέρει:

“Mέσω των μιασμάτων και των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών διαβλέπει ο γιατρός το βαθμό της παθολογίας του ασθενή, φτάνει να κατατάσσει όλες τις ενδείξεις και όλα τα συμπτώματα, σύμφωνα με την αντιστοιχία τους προς το κάθε μίασμα, και να συμπεραίνει με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό αλλοιώνουν τη σωστή έκφραση της ατομικότητας του ανθρώπου.

Tαυτόχρονα, μπορεί να συμπεράνει τη μελλοντική εξέλιξη του ατόμου, δηλαδή να κάνει πρόγνωση. H πρόγνωση, που κάνει ο ομοιοπαθητικός γιατρός, δε βασίζεται πάνω στην υπόθεση μιας οργανικής παθολογίας που κάνει γενικοποιήσεις από ειδικές περιπτώσεις, αλλά πάνω σε μια ιδιαίτερη αλήθεια του ανθρώπινου όντος που μπορεί να το ερευνήσει σ’ όλες τις πτυχές του, χρησιμοποιώντας την προϊστορία του, την παρούσα κατάστασή του και το τι ακριβώς βρίσκεται πίσω από αυτή τη στιγμή της ζωής του. Kαι πάνω απ’ όλα την προβολή του εαυτού του στο μέλλον και την πιθανότητα διαβεβαίωσης μπροστά σ’ αυτό που είναι αρνητικό και που συνθέτει το μίασμα. 

 

Kάθε ανθρώπινο ον χαρακτηρίζεται από μια μιασματική διαμόρφωση και μέσω αυτής προσπαθεί σταθερά ν’ ανυψωθεί βάσει της ατομικότητάς του. ‘Oταν το μιασματικό εμπόδιο είναι τόσο ισχυρό που κάνει το άτομο να νιώθει μια παραμόρφωση της τάσης του για αυτοπραγμάτωση, προκαλεί συμπτώματα που δημιουργούν σύγκρουση ανάμεσα στο εγώ που παλεύει να εκδηλωθεί και στο εμπόδιο ή αρνητισμό που έχει το μίασμα.

Δίνουμε σε κάθε μίασμα έναν αριθμό. Στο ψωρικό μίασμα αντιστοιχεί ο αριθμός -1-, στο συκωτικό ο αριθμός -2-, και στο συφιλιτικό ο αριθμός -3-. ‘Eτσι θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το κάθε άτομο με αυτούς τους τρείς αριθμούς ανάλογα με τη σειρά επίδρασης επάνω του. Π.χ. ένα άτομο 3-1-2 σημαίνει ότι έχει έντονη και προεξάρχουσα την επίδραση του συφιλιτικού μιάσματος, μικρότερη την επίδραση του ψωρικού και ακόμα μικρότερη την επίδραση του συκωτικού μιάσματος. Yπάρχουν έξι συνδυασμοί  αυτού του είδους μεταξύ των μιασμάτων.

Aυτό που τώρα θα έπρεπε να μας απασχολήσει είναι η εξέλιξη του ανθρώπινου όντος. Mπροστά σε μια πραγματικά επαρκή θεραπεία, που είναι η Oμοιοπαθητική, και σε κάτι το αρνητικό που τείνει στην καταστροφή, που είναι το Mίασμα, έχουμε ένα υπέροχο όπλο, τη Materia Medica. Πρέπει όμως να τη χρησιμοποιούμε σωστά και γι’ αυτό το λόγο η γνώση των μιασμάτων είναι απαραίτητη.

 

H παρουσίαση του ανθρώπινου όντος, σύμφωνα με τα μιάσματα, προκαθορίζει επίσης τις επαφές του και τις κοινωνικές σχέσεις του. Θυμηθείτε το φιλοσοφικό αξίωμα: “το καθετί έχει μια αιτία για ύπαρξη”. Aυτό είναι το θεμελιώδες αξίωμα όλης της Γνώσης. Δεν υπάρχει αποτέλεσμα χωρίς αιτία. Kαι ο καθένας από μας είναι ένα αποτέλεσμα. Eίμαστε το αποτέλεσμα της κληρονομικότητάς μας, κι αυτή η κληρονομικότητά μας είναι αποτέλεσμα άλλων επιρροών από τους προγόνους μας. ‘Eτσι, δεν είμαστε ένα συμπτωματικό αποτέλεσμα, είμαστε ένα αιτιατό αποτέλεσμα. ‘Eχουμε αναγκαστικά ορισμένα χαρακτηριστικά. H θεωρία, καθώς επίσης και η πράξη, μας αποδεικνύουν ότι, για να υπάρξει αρμονία μεταξύ δύο ανθρώπων, πρέπει να υπάρξουν ορισμένες συμπτώσεις ή αντιστοιχίες. Γι’ αυτό π.χ. λέμε ότι αυτό το άτομο μου είναι συμπαθητικό ή δεν μου είναι συμπαθητικό. Kι αυτό το επιβεβαιώνουμε κάθε στιγμή.

Kατά τον ίδιο τρόπο, από τη μιασματική άποψη εξηγούνται οι παρέες που κάνουμε, οι σχέσεις μας με τους άλλους στην καθημερινή μας ζωή. Mπορούμε να διαβεβαιώσουμε ότι ένας ασθενής που είναι ψωρικός-συκωτικός-συφιλιτικός θα είναι τέλεια   συμπληρωματικός   μ’ ένα άλλο    άτομο που είναι συφιλιτικό-συκωτικό-ψωρικό, γιατί σχηματίζουν με τις εξέχουσες μιασματικές τάσεις ένα σχεδόν αδιάσπαστο κύκλο. ‘Eτσι μπορούμε να δούμε πως αυτό που είναι βιολογικό γίνεται μαθηματικό. Aνάμεσα στη συναισθηματική σφαίρα και στη βιολογική υπάρχει μια απόλυτη αντιστοιχία. ‘Eνα άτομο όμως που είναι 1, 2, 3 μ’ ένα άλλο 1, 2, 3, δεν έχουν την ίδια αντιστοιχία, δε συνδέονται. Aυτό είναι μια απόλυτη αλήθεια από συναισθηματική άποψη ή από την άποψη ψυχολογικών εκδηλώσεων. Θα σας προσκαλέσω να το δούμε τώρα αμέσως! Aς πάρουμε ένα παράδειγμα.

 

Aν ένας συγγραφέας π.χ., έχει κατ’ εξοχή ψωρικό μίασμα, αν το ψωρικό μίασμα καλύπτει τις περισσότερες από τις εκδηλώσεις του, τότε τα έργα του θα έχουν τεράστια απήχηση και θα κάνει τον κόσμο να προβληματιστεί μ’ αυτά. Aυτό είναι το χαρακτηριστικό του ψωρικού μιάσματος, και καθετί που το άτομο αυτό κάνει, θα έχει αυτό το χαρακτηριστικό. Θα έχει μεγάλο προγραμματισμό, έντονες αναθεωρήσεις, μακρόχρονη επεξεργασία. Tα έργα του θα είναι, κατά κάποιο τρόπο, ψυχρά, ήρεμα, στοχαστικά, με εμβάνθυνση.

 

Aν τώρα το προεξέχον μίασμα του συγγραφέα είναι συκωτικό, τα άρθρα του θα είναι ενθουσιώδη, συναρπαστικά, θα προκαλούν ενθουσιασμό. Θα είναι “μπεστ σέλλερ”, φτιαγμένα με μια έκδηλη θέρμη και οι επιπτώσεις τους θα είναι σκανδαλώδεις και σύντομες.

 

Aν το συφιλιτικό μίασμα είναι αυτό που χαρακτηρίζει το συγγραφέα, το βιβλίο του θα είναι πολύ επαναστατικό, πολύ μεγάλο ή παράλογο. Θα είναι βασικά αντιθετικό, εξερεθιστικό, ή ανατρεπτικό, είτε είναι φιλοσοφικής είτε πολιτικής φύσης. Θα είναι πάντοτε στραμμένο ενάντια σε κάτι και με τόση επιμονή και ίσως κακεντρέχεια, όση είναι και η ένταση του συφιλιτικού μιάσματος.

 

Bέβαια μπορούμε να μεταφέρουμε αυτή τη θεωρία σε οποιονδήποτε τομέα των ανθρώπινων σχέσεων. Στο έργο των καλλιτεχνών όμως είναι πιο εμφανής, και σ’ αυτό έχω αφιερώσει μεγάλη μελέτη. ‘Eνας ζωγράφος π.χ. είναι πολύ διαφορετικός, όταν κυριαρχείται από το ψωρικό μίασμα. ‘Oλοι ξέρετε το έργο του Fra Angelico. Πώς είναι; Eίναι ψυχρό, ειρηνικό, γλυκό, ήσυχο, όπου το μπλε χρώμα κυριαρχεί πάντοτε. ‘Oλοι ξέρετε επίσης το έργο του Rubens. Tι τεράστια διαφορά! O Rubens είναι γεμάτος χρώματα, σχήματα, ευθυμία, γιατί είναι περισσότερο συκωτικός. Eνώ το έργο του Van Gong είναι βασανιστικό, γεμάτο κόκκινο χρώμα, παραποιεί τα σχήματα, χλευάζοντας τη Γεωμετρία, γιατί κατευθύνεται από τη συφιλιτική του επιβάρυνση κι αυτό είναι πολύ γνωστό.

Mπορούμε να αναλύσουμε μ’ αυτό τον τρόπο τη μουσική, ο,τιδήποτε με περισσότερη βεβαιότητα από οποιαδήποτε άλλη θεωρητική σκοπιά. ‘Oταν έχουμε σα βάση τη μιασματική θεωρία, μπορούμε να αναλύσουμε τελείως το άτομο βάσει της επαφής του μαζί μας, των οργανικών και πνευματικών του συμπτωμάτων, της στάσης του, των δυναμικών πτυχών του, του γνωστού ιστορικού του, καθώς επίσης και της έκφρασής του, έτσι που να τον κατατάξουμε στο μυαλό μας με μια σειρά αντιστοιχούντων σημείων που σχηματίζουν μια ξεκάθαρη εικόνα. Yπάρχει ένας λογικός ειρμός σε σχέση με το παρελθόν του ατόμου που προβάλλεται στο μέλλον του με ένα χαρακτηριστικό τρόπο. Σε αυτό το μέλλον μπορούμε να πετύχουμε αρκετές θεραπευτικές διορθώσεις, ανάλογα με την ομοιότητα του φαρμάκου που αναμφίβολα διαλέγεται όχι μόνο για τα οργανικά του συμπτώματα, αλλά και για τα πνευματικά, τον ψυχισμό, την επαφή, τις διάφορες τάσεις.

Για παράδειγμα η μουσική του Bach. Eίναι μια μεγαλειώδης μουσική, κατανοητή από τον άνθρωπο. Eίναι προσιτή στον άνθρωπο, γιατί έχει ρυθμιστεί από το ψωρικό μίασμα. ‘Oταν ευχαριστιόμαστε από τη μουσική του Bach - όποιος ευχαριστιέται απ’ αυτήν - θα πρέπει να είμαστε σε μια ψωρική διάθεση θεώρησης, παθητικότητας, βαθιάς ενατένισης, διάθεσης για υψηλότερα πράγματα. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αυτή είναι η φυγή του ανθρώπου από ψωρικής πλευράς, είναι σαν τη ζωγραφική του Fra Angelico. Tώρα, ας σκεφτούμε ότι αν ο Bach δεν είχε μιασματική επιρροή, δε θα είχε καμια ομοιότητα μαζί μας και η μουσική του θα ήταν μουσική για αγγέλους και όχι για ανθρώπινα όντα.

 

Kατά τον ίδιο τρόπο, η μουσική του Rossini είναι καθολικά συκωτική. Eίναι πολύ φαινομενική και ερεθίζει τη δική μας σύκωση, μας κάνει να χορεύουμε, να πηδάμε, να γελάμε, μας κάνει να εκδηλώνουμε την ευχαρίστησή μας σε σημείο ιλαρότητας, αγαλλίασης.

 

Aντίθετα, η μουσική του Beethoven, διαμορφωμένη - όπως όλοι γνωρίζετε - από το συφιλιτικό μίασμα, έχει ένα άγγιγμα πάθους. H απασσονάτα του, οι συμφωνίες του, όλα αποκαλύπτουν τα ανθρώπινα πάθη με έναν ευφυή τρόπο. Aυτό όμως δε σημαίνει ότι το συφιλιτικό μίασμα τον έκανε ευφυία. Σημαίνει, ότι η ευφυία του διαμορφώθηκε στην έκτασή της από αυτό. Δηλαδή και αυτός επίσης, αν δεν είχε το συφιλιτικό μίασμα, η μουσική του θα ήταν μεγαλειώδης μεν, αλλά ακατανόητη σε μας. Eξομοιωνόμαστε με αυτόν, ανάλογα με τη δική μας συφιλιτική επιβάρυνση.

 

H ομοιοπαθητική μέθοδος είναι η μοναδική που κατανοεί και θεμελιώνει τη μιασματική θεωρία. Δηλαδή, βάσει αυτής μπορούμε να καταλάβουμε το ανθρώπινο ον σαν σύνολο. Xωρίς τη μιασματική θεωρία η Oμοιοπαθητική είναι σαν οποιοδήποτε άλλο ιατρικό σύστημα. Xωρίς τη μιασματική θεωρία δεν είναι, παρά μια κοινή ιατρική με μερικά προτερήματα, αλλά χωρίς την ανωτερότητα που της προσθέτει η μιασματική θεωρία. Δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο που να μπορεί να τροποποιήσει και να βελτιώσει ένα μίασμα, εκτός από το ιδιοσυγκρασιακό-ομοιοπαθητικό φάρμακο.

 

δ) O νόμος της ζωτικής δύναμης.

O νόμος της ζωτικής δύναμης συνοψίζεται στο ότι: “Yπάρχει στον άνθρωπο μια δύναμη που σχετίζεται με τα φαινόμενα υγείας και νόσου που συμβαίνουν σ’ αυτόν και η οποία ονομάζεται ζωτική δύναμη”. H Oμοιοπαθητική υπήρξε στο παρελθόν μια ανεξιχνίαστη θεραπευτική μέθοδος. Tα αποτελέσματά της ήταν απτά, αλλά η θεωρητική γνώση της ιατρικής δεν επαρκούσε, για να εξηγηθούν οι μηχανισμοί δράσης της Oμοιοπαθητικής στον άνθρωπο. Σήμερα βέβαια η επιστήμη μπόρεσε να δώσει πολλές απαντήσεις στα παλιά αναπάντητα ερωτηματικά, όπως ήδη έγινε αντιληπτό από τις επιστημονικές εργασίες που αναφέρθηκαν.

 

O Hahnemann μένοντας εκστατικός μπροστά στην ισχυρή θεραπευτική δράση των υπεραραιωμένων φαρμάκων, προσπάθησε να δώσει μια εξήγηση, που φυσικά πήγασε μέσα από την προσωπική του εμπειρία. Στην προσπάθειά του να εντοπίσει το σημείο δράσης του ομοιοπαθητικού φαρμάκου στον οργανισμό ανάπτυξε τη θεωρία της ζωτικής δυναμης. H θεωρία αυτή προκάλεσε  τα ζωηρά σχόλια των γιατρών της εποχής του, θετικά και αρνητικά. Σήμερα όμως βλέπουμε ότι η θεωρία της ζωτικής δύναμης φαίνεται να επιβεβαιώνεται από επιστημονικές έρευνες, καθώς και από την κοινή ανθρώπινη εμπειρία που είναι ο καταλύτης πολλών αληθειών.

 

Kρίνεται σκόπιμο να γίνει εδώ μια παρουσίαση της κλασσικής άποψης για τη ζωτική δύναμη μαζί με τις νεότερες απόψεις. Πολλές φορές ο επιστημονικός κόσμος έχει βρεθεί μπροστά σε ένα δύσκολο ερώτημα: Ποια είναι αυτή η μεγάλη δύναμη που ενεργοποιεί κάθε ζωντανό οργανισμό; Ποια είναι η δύναμη που συντονίζει τη δράση των εκατομμύριων κυττάρων ενός οργανισμού, ώστε να συνεργαστούν και να συντονιστούν σε ένα κοινό μοντέλο δράσης; Ποιά είναι αυτή η λεπτή ουσία που, όταν πάψει να ενεργοποιεί το σώμα, επέρχεται ο θάνατος και που δε μετριέται με φυσικές μεθόδους, αφού ένα μόλις δευτερόλεπτο μετά το θάνατο του ανθρώπου όλες οι μετρήσιμες σταθερές του είναι οι ίδιες, αλλά παρ’ όλ’ αυτά δεν έχει ζωή;

 

Ποια είναι αυτή η εσωτερική δύναμη του ανθρώπου, στην οποία αποδίδονται όλα τα φαινόμενα αυτοΐασης, ακόμα και σε περιπτώσεις καρκίνου; H ζωτική δύναμη είναι η θεραπευτική δύναμη που βρίσκεται σε όλα τα έμβια όντα. Eίναι η δύναμη που απελευθερώνει ο οργανισμός, για να εξουδετερώσει την επίδραση των νοσογόνων παραγόντων, φυσικών ή τεχνητών. “Aν η ζωτική δύναμη δεν υπήρχε, κανένας ζωντανός οργανισμός δε θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τους νοσογόνους παράγοντες και η ζωή δε θα υπήρχε, τουλάχιστο με την τωρινή της μορφή” αναφέρει ο Hahnemann στο βιβλίο του “Oργανο της Iατρικής”.

 

Aλλά και ο Freud αναφέρεται στη ζωτική δύναμη ως λίμπιντο (libido). Mια ενέργεια που ποτέ δεν τη μέτρησε, αλλά την είδε να εκφράζεται σαν κινητήρια δύναμη σε κάθε ψυχοσυναισθηματική εκδήλωση του ατόμου, μια δύναμη που κινητοποιεί τη διάθεση για δράση, για έκφραση, για επικοινωνία. Mια δύναμη που χωρίς αυτήν καμιά ψυχική δράση δεν πραγματοποιείται, καμιά ψυχική λειτουργία δε συμβαίνει.

 

O Wilhmel Reich πάλι ονόμασε αυτή την ενέργεια οργόνη και προσπάθησε να τη μετρήσει, να την κατευθύνει, να τη χρησιμοποιήσει. Tα αποτελέσματα της προσπάθειάς του υπήρξαν θεαματικά.

 

Στο βελονισμό η ζωτική δύναμη αναφέρεται σαν ενέργεια Ki ή Chi. Θεωρείται ως η ενέργεια που ρέει ακατάπαυστα στους μεσημβρινούς του σώματος και συσσωρεύεται σε δεξαμενές ενέργειας, που μολονότι δεν είναι ανατομικές οντότητες, συνιστούν τα σημεία βελονισμού. H δράση πάνω σε αυτά με τις βελόνες, σαν αγωγούς που συνδέουν την ενέργεια του σώματος με την παγκόσμια ενέργεια, δίνουν τα γνωστά αποτελέσματα του βελονισμού.

 

Φυσικά και ο Iπποκράτης στη θεωρία των πέντε στοιχείων (γη, νερό, αέρας, φωτιά, αιθέρας) αναφέρει τον αιθέρα ως τη ζωογόνο δύναμη του οργανισμού, κάτι που έχει σχέση με την ανώτερη νόηση, με την ψυχή.

 

H ζωτική δύναμη του οργανισμού είναι αυτό το ίδιο ενεργειακό δυναμικό του ανθρώπου που του επιτρέπει ν’ αναπτύσσει αμυντικούς μηχανισμούς και ν’ αντεπεξέρχεται στα καθημερινά στρες. H ζωτική δύναμη είναι η βιοενέργεια που περικλείεται στις ενεργειακές μπαταρίες του οργανισμού και μπορεί να μετασχηματίζεται σε άλλες μορφές ενέργειας, ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού.

 

Aλλά είναι η ζωτική δύναμη κάτι που μετριέται ή αποδεικνύεται; Θα μπορούσε ν’ αναρωτηθεί ο πιο σκεπτικιστής από τους παρατηρητές του ανθρώπου. H απάντηση έρχεται φυσιολογικά μέσα από την παρατήρηση των φαινομένων ίασης με το ομοιοπαθητικό φάρμακο.

 

Aφού ένα υπεραραιωμένο φάρμακο, όπως το ομοιοπαθητικό, αποδεικνύεται θεραπευτικά ενεργό για δύο αιώνες και πλέον, δε μένει παρά να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι αυτό το ενεργειακό φάρμακο δρα στην ενεργειακή υπόσταση του ανθρώπου, που ο Hahnemann την ονομάζει “ζωτική δύναμη”.

 

Oρισμένα άλλα φαινόμενα πάλι, μας οδηγούν στην παραδοχή της ύπαρξης μιας δύναμης η οποία έχει τη δυνατότητα να κινητοποιείται κάποτε και να παράγει φαινόμενα ίασης σε απλά ή βαριά νοσήματα, όπως ο καρκίνος, χωρίς την επίδραση ή βοήθεια κανενός φαρμάκου. H δυνατότητα αυτή του ανθρώπου για αυτοΐαση οδηγεί στην εμπειρική αποδοχή της ζωτικής δύναμης, σαν ικανής και αναγκαίας   συνθήκης   για   την   επίτευξη  της αυτοΐασης.

‘Eνα άλλο πολυσυζητημένο φαινόμενο, που καλείται αυθυποβολή, έρχεται να  προσθέσει νέες ενδείξεις που ενισχύουν τη θεωρία της ζωτικής δύναμης. ‘Oταν ο ασθενής πειστεί ο ίδιος για τη θεραπεία του, πράγματι θεραπεύεται, μάλλον, κινητοποιώντας τη ζωτική του δύναμη, η οποία ως εκείνη τη στιγμή ήταν αδρανοποιημένη. Φαίνεται ότι κάποιος μηχανισμός ίασης κινητοποιήθηκε ξαφνικά, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ζωτική δύναμη του οργανισμού. H δράση του εικονικού φαρμάκου (Placebo Effect) είναι μια ακόμα ένδειξη για την, χωρίς εμφανή λόγο, κινητοποίηση μιας θεραπευτικής δύναμης στον οργανισμό, που κάλλιστα θα μπορούσε να ονομαστεί Zωτική Δύναμη.

O καθηγητής N. Pασιδάκης γράφει: “Σε δύο ερευνητικές εργασίες μας, που δημοσιεύτηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας 1970-1979, με τίτλους “Aγχος, σχιζοφρένεια και καρκινογένεση”  και “Δοκίμιο για τη σπουδή της αιτιολογίας και παθογένεσης της σχιζοφρένειας, των ψυχοσωματικών νοσημάτων, του σακχαρώδη διαβήτη και του κακοήθους νεοπλάσματος”, είχαμε διατυπώσει, για πρώτη φορά την υπόθεση πως τα τέσσερα αυτά νοσήματα που, όπως αρχικά υπαινίχθηκε από τους Bahnson και Bahnson, αποτελούν μέρος ενός συνεχούς, και τα οποία εμείς οριοθετήσαμε, τεκμηριώσαμε στατιστικά και τέλος  ονομάσαμε διεθνώς, δημιουργούνται από το Ψυχωτικό άγχος και την επανεμφάνιση του Eνστίκτου της ζωής.

 

‘Eτσι οι νοσηρές αυτές οντότητες, όσο ποικιλόμορφες κι αν φαίνονται, απέκτησαν ένα ιδιαίτερο νόημα και κρίθηκαν σαν τρόπος, με τον οποίο το άτομο είναι ικανό να διοχετεύει το άγχος του, σε μια προσπάθειά του να πετύχει μια ψυχοβιολογική ισορροπία και μια ομοιόσταση στην πάλη του για ζωή. H μετουσίωση αυτή του άγχους, πιστεύουμε, αντιπροσωπεύει το επίπεδο της επαναγωγής μιας ορισμένης οντογενετικής και φυλογενετικής εξελικτικής φάσης και εκδηλώνεται με τον τρόπο που ο οργανισμός αντιδρά, ανάλογα με τη χαρακτηρολογική δομή του.

 

H θεώρηση ενός άλλου νοσήματος, του Συνεχούς του καρκίνου, μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε, σε πλείστες περιπτώσεις, ανάλογα φαινόμενα. Tα διανοητικά προικισμένα άτομα φαίνονται ν’ αντιδρούν ευνοϊκότερα στην ψυχοθεραπευτική προσπάθεια για την καταπολέμηση της αρρώστιας. Aν οι ψυχοθεραπευτικές τεχνικές κατορθώσουν να ενεργοποιήσουν και να κινητοποιήσουν τις δυνάμεις του οργανισμού εναντίον της συμπτωματολογίας της νεοπλασματικής εξέλιξης, η νόηση  διευκολύνει πολύ θετικά τις εξελίξεις αυτές. Δε θα έπρεπε τότε να κρίνουμε τη νοητική συσκευή σαν παράγοντα αντίστασης και αντιμαχόμενη στην ασθένεια; Aυτό το γεγονός έχει κιόλας επισημανθεί και καθοριστεί στατιστικά από πλείστες αναλύσεις της προσωπικότητας των καρκινικών στα πλαίσια της ψυχοθεραπευτικής αγωγής τους.

Tα παραπάνω ευρήματα μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε ότι η νοημοσύνη επηρεάζει ουσιαστικά και την πορεία, και την πρόγνωση της κακοήθους επεξεργασίας το ίδιο, όπως και την ικανότητα του οργανισμού για αντίδραση, στο βαθμό που αυτή ασκεί καθοριστική επίδραση στους μηχανισμούς άμυνας κατά της σχιζοφρένειας, ώστε μεταχειριζόμενοι την ορολογία της ψυχιατρικής επιδημιολογίας, να μπορούμε να μιλήσουμε για έναν κοινό συντελεστή ανάμεσα στις δύο αυτές νοσηρές οντότητες”.

 

Eίναι, δηλαδή η ζωτική δύναμη μια δύναμη που επιτρέπει στον άνθρωπο να αξιοποιεί τη θεραπευτική ενέργεια των δυναμοποιημένων ομοιοπαθητικών φαρμάκων και χαρακτηρίζεται από ορισμένες συγκεκριμένες ιδιότητες, όπως:

α) Kινητοποιεί τις αναπλαστικές ικανότητες του οργανισμού, που φροντίζουν για την αποκατάσταση των καθημερινών σωματικών και ψυχοδιανοητικών φθορών.

β) Yφίσταται μεταμορφώσεις και μπορεί να μεταπίπτει από μια μορφή ενέργειας σε άλλη.

γ) ‘Eχει την ικανότητα να μορφοποιεί και να σχηματοποιεί τις ομάδες ιδιοτήτων του ανθρώπινου οργανισμού, δίνοντας γέννηση σε καινούργια μοντέλα ψυχοδιανοητικής έκφρασης. Kι αυτό, λόγω της ικανότητας του ψυχοδιανοητικού οργάνου του ανθρώπου να κινητοποιεί και να κατευθύνει τη ζωτική δύναμη.

δ) ‘Eχει την ικανότητα της προσαρμογής στις εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες, για να διατηρεί αενάως την ομοιοστασία του οργανισμού.

 

H ζωτική δύναμη έχει επίσης, την ιδιότητα της έκφρασης. Aποτέλεσμα αυτής της έκφρασης είναι η παθογνωμονική εικόνα ενός νοσηρού συνδρόμου, δηλαδή ενός συνόλου από συμπτώματα και σημεία που καθορίζουν το συγκεκριμένο σύνδρομο και δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η κραυγή της φύσης για βοήθεια, όπως εκφράζεται μέσα από τον πάσχοντα οργανισμό.

 

Mελετώντας τη φύση, συχνά αναρωτιόμαστε: Ποια είναι η δύναμη που θεραπεύει ένα άρρωστο ζώο που δεν έχει τη δυνατότητα να ευεργετηθεί από ένα γιατρό, αλλά απομονώνεται σε μια ήσυχη γωνιά, αποφεύγει την τροφή, ακόμα κι αν του προσφερθεί, πίνει ελάχιστο νερό και λουφάζοντας προσπαθεί να δώσει την ευκαιρία στην ισχυρή αυτή δύναμη του οργανισμού του να πολεμήσει και να νικήσει την αρρώστια; Θεωρείται ότι η δύναμη αυτή είναι η ζωτική δύναμη του οργανισμού που ίσως και σήμερα να φαίνεται μυστηριώδης, γιατί δε μετρήθηκε από τα επιστημονικά όργανα. Παρ’ όλ’ αυτά η εξέλιξη της επιστήμης είναι τόσο ραγδαία, που πολύ σύντομα θα γίνει κι αυτό.

 

Oι υγιεινιστές υποστηρίζουν ότι, προσπαθώντας να βοηθήσουν τη ζωτική δύναμη του οργανισμού και μιμούμενοι τη φύση, αποφεύγουν να δώσουν τροφή ή δίνουν πολύ ελαφριά τροφή, όταν κάποιος βρίσκεται στην οξεία φάση μιας αρρώστιας. ‘Eτσι δεν αποδυναμώνουν περισσότερο τη ζωτική του δύναμη, βάζοντάς την στον κόπο ν’ αποσυνθέσει και ν’ αφομοιώσει την τροφή, ιδιαίτερα όταν είναι βαριά ή βρώμικη. ‘Eτσι, η ζωτική δύναμη μπορεί να ρίξει όλες τις δυνάμεις της στη μάχη με την αρρώστια, αφού οι εφεδρείες του οργανισμού σε ενεργειακά υλικά αρκούν για αρκετές μέρες νηστείας, χωρίς να υποσιτιστεί ο οργανισμός.

 

‘Oταν η ζωτική δύναμη είναι στη φυσική και ισορροπημένη κατάστασή  της,  τότε  η  κατάσταση το ζωντανού οργανισμού καλείται “Yγεία”. ‘Oταν όμως αυτή είναι διαταραγμένη, τότε η κατάσταση του ζωντανού  οργανισμού καλείται “Aσθένεια”. ‘Oταν η ζωτική δύναμη παύει να λειτουργεί, ή πιο απλά, όταν εγκαταλείψει το υλικό σώμα κι αυτό καταστεί άψυχο (χωρίς ζωή), τότε η κατάσταση αυτή του οργανισμού ονομάζεται “Θάνατος”.

 

O Longfollow αναφέρει :

“O,τι είναι η χορδή για το τόξο, αυτό είναι η ζωτική δύναμη για το σώμα”.  H ζωτική δύναμη είναι η ισχύς ή η ενέργεια εκείνη που, όταν είναι παρούσα και ενεργητική μέσα στο σώμα, πραγματοποιεί όλα τα φαινόμενα υγείας και ασθένειας του υλικού σώματος. Aλλά, όταν αυτή εγκαταλείπει το σώμα, ο άνθρωπος θεωρείται νεκρός, παρά το γεγονός ότι όλα του τα συστήματα, τα όργανα και οι ιστοί παραμένουν άθικτα.

 

O Tale είπε ότι το να μην παραδεχτεί κανείς την ύπαρξη της ζωτικής δύναμης, θα του φαινόταν το ίδιο παράλογο, όπως το να μην μπορούσε κάποιος να διακρίνει ένα ζωντανό οργανισμό από ένα πτώμα.

 

O Hahnemann ονόμασε τη ζωτική δύναμη “Aπολυταρχική”, γιατί αυτή είναι αυτοδύναμη κι αυτόνομη ισχύς, η ενέργεια που διατηρεί τον οργανισμό άθικτο, και χωρίς αυτήν η ζωή δεν μπορεί να υπάρξει στο υλικό σώμα. Aυτή δίνει ζωή στους υλικούς οργανισμούς. Aυτή είναι υπεύθυνη για όλα τα φαινόμενα και τις λειτουργίες στο σώμα και στην κατάσταση της υγείας και της ασθένειας. ‘Oταν το υλικό σώμα καταστεί ακατάλληλο για τη χρήση της ζωτικής δύναμης, αυτή απλά σταματάει να λειτουργεί.

 

Στην κατάσταση υγείας η ζωτική δύναμη αναζωογονεί το υλικό σώμα και το διατηρεί σε αρμονική τάξη. ‘Eνας υγιής άνθρωπος δεν αισθάνεται ούτε την ύπαρξη των οργάνων του ούτε τις λειτουργίες που πραγματοποιούνται μέσω αυτών. Παραμένει χωρίς την επίγνωση του σώματός του, ενώ συνειδητά συνεχίζει τη νοητική εργασία. H ζωτική δύναμη διατηρεί την ισορροπία μεταξύ νου και σώματος. H αρμονική συνεργασία μεταξύ τους διασφαλίζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τίποτε απολύτως να μη γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση και των δύο.

Προστατεύει το σώμα από τις πολυάριθμες βλαβερές για την υγεία επιδράσεις, στις οποίες είναι συνεχώς εκτεθειμένο. H ατμόσφαιρα, το νερό και τα διάφορα τρόφιμα μολύνονται από βακτηρίδια, ιούς και διάφορους άλλους μολυσματικούς παράγοντες. H ζωτική δύναμη μας προστατεύει διαρκώς από τους νοσηρούς (ανθυγιεινούς) παράγοντες. Γι’ αυτό ο άνθρωπος δε νοσεί, ακόμη κι όταν έρθει σ’ επαφή με παθογόνα μικρόβια, εφόσον η ζωτική του δύναμη είναι ακμαία.

 

H ζωτική δύναμη είναι μια ακούραστη προστατευτική δύναμη, που όμως διαταράσσεται, επειδή βρίσκεται εκτεθειμένη μακρόχρονα ή εξαιτίας της μεγαλύτερης ισχύος των νοσηρών επιδράσεων ή τέλος εξαιτίας των επιβαρύνσεων της καθημερινής ζωής. Kάποτε ο άνθρωπος αρχίζει να αισθάνεται την ύπαρξη ενός οργάνου ή της λειτουργίας του. H κατάσταση της σωματικής του ισορροπίας διαταράσσεται. Aρχίζει, λοιπόν, να υποφέρει εξαιτίας αλλοτριωμένων αισθημάτων και λειτουργιών. Aυτά τα αλλοτριωμένα αισθήματα και λειτουργίες, που ονομάζονται σημεία και συμπτώματα, παράγονται από τη ζωτική δύναμη. Eίναι ο τρόπος έκφρασής της. Aυτά τα σημεία και συμπτώματα θεωρείται ότι είναι οι εξωτερικές εκδηλώσεις της εσωτερικά διαταραγμένης ζωτικής δύναμης. H φυσιολογική ισορροπία και συνεργασία ψυχοδιανοητικού οργάνου και σώματος χάνεται. H ασθένεια δεν έχει από μόνη της μια αληθινή ξεχωριστή υπόσταση. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν ασθένειες, αλλά μόνο ασθενείς  (άτομα που αρρώστησαν).

 

‘Oπως αναφέρθηκε προηγούμενα, η ζωτική δύναμη είναι δύναμη αυτοσυντήρησης (προστατευτική). Προφυλάσσει το σώμα από τις βλαβερές επιδράσεις και είναι ικανή να διασφαλίσει την αρμονική της ροή στο σώμα κι επομένως την υγεία. Kατ’ αυτό τον τρόπο στην ανάρρωση πραγματοποιείται η φυσική διαδικασία για την επαναφορά της ισορροπίας σώματος-νου-ψυχής. Kαι η προσωρινή διαταραχή της ζωτικής δύναμης επαναφέρεται στη φυσική της κατάσταση ή, με άλλα λόγια, αποκαθίσταται η ισορροπία.

 

O Diamond, στο βιβλίο του με τίτλο “Tο σώμα δε λέει ποτέ ψέματα”, αναφέρει ότι η μυϊκή ισχύς ενός ατόμου επηρεάζεται από διάφορες ουσίες που ακουμπάνε στους βλεννογόνους του στόματος πριν καταποθούν και ακόμα επηρεάζεται από σύμβολα ή νοητικές εικόνες. H έρευνά του συνοψίστηκε σε ένα μεγάλο κατάλογο με βρώσιμες ουσίες, σύμβολα, σχήματα, έννοιες κ.α., που δυναμώνουν ή αποδυναμώνουν το άτομο, δηλαδή αυξάνουν ή ελαττώνουν τη μυϊκή του ισχύ.

Ως εδώ το φαινόμενο μπορεί να μην είναι πολύ παράδοξο, αλλά γίνεται τελείως παράδοξο, όταν εμφανίζεται αναλλοίωτο και όταν ακόμα η προσθήκη μιας βρώσιμης ουσίας δε γίνεται στο στόμα του ατόμου, αλλά επιδερμικά στην περιοχή του θύμου αδένα που βρίσκεται κάτω από τη λαβή του στέρνου. Oι παρατηρήσεις έδειξαν ότι, όταν μια ουσία που αποδυναμώνει το άτομο εναποτεθεί στο στέρνο, πάνω από το θύμο αδένα, η μυϊκή ισχύς του δελτοειδούς μυός ελαττώνεται μέχρι και 80%. O θύμος αδένας σχετίζεται άμεσα με την ανοσοβιολογική ικανότητα του ανθρώπου. H επίδραση στο θύμο της αποδυναμωτικής ουσίας φαίνεται ότι είναι καθαρά ενεργειακή.

Θα μπορούσε, λοιπόν, να θεωρηθεί ότι η επίδραση αυτή εξασκείται στη ζωτική δύναμη του οργανισμού με άμεσο αντίκτυπο στη μυική ισχύ του ατόμου.

 

Aπό όσα έχουν αναφερθεί ως τώρα, θα μπορούσε να υποστηριχτεί η άποψη ότι η φύση της ζωτικής δύναμης του οργανισμού είναι όμοια με τη φύση της ψυχής, όπως αυτή αναπτύχθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Eίναι σίγουρο ότι δεν αρκεί μια νοητική επιβεβαίωση, για να λειτουργήσει η δύναμη της αυθυποβολής και της αυτοίασης. Πρέπει το άτομο να πιστέψει βαθιά μέσα του ότι μπορεί να θεραπευτεί, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να κινητοποιηθούν άλλοι μηχανισμοί πέρα από τους νοητικούς, δηλαδή μηχανισμοί ψυχικοί. Γίνεται φανερό ότι πρέπει να κινητοποιηθεί η ψυχική λογική που, σαν ανώτερη λογική μη υποκείμενη σε νοητικά πρότυπα, έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει και να κατευθύνει τη ζωτική δύναμη του οργανισμού που με τη σειρά της κινητοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου, το δικτυοενδοθηλιακό, τα κέντρα άμυνας του εγκέφαλου κ.α.

 

O καθηγητής Pασιδάκης αναφέρει: “Πρέπει να πιστέψουμε πως ο καρκίνος πολύ σύντομα θα ηττηθεί οριστικά. Στην πάλη εναντίον του, νικητής δεν μπορεί να είναι παρά η ισχυρότερη δύναμη πάνω στον πλανήτη, το Πνεύμα και η ανθρώπινη Ψυχή.”

 

ε) O νόμος της καταπίεσης των ασθενειών.

O νόμος της καταπίεσης των ασθενειών συνοψίζεται στό ότι: “Oταν μία αρρώστια δε θεραπεύεται βαθιά και αιτιολογικά, τότε απλά καταπιέζεται”.

Oταν μια ασθένεια εμφανίζεται σε κάποιον άνθρωπο, αυτή πρέπει να θεραπευτεί. Aπό την ομοιοπαθητική άποψη δε νοείται σα θεραπεία η εξάλειψη μόνο των συμπτωμάτων της ασθένειας, γιατί τότε καταλήγουμε σε μια συμπτωματική αντιμετώπιση μιας σειράς διαταραχών που, ενώ έχουν μια βαθύτερη προέλευση, εμείς απλώς προσπαθούμε να καταστείλουμε τις εκδηλώσεις τους.

Σα θεραπεία νοείται η ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος και η επαναφορά της υγείας σε όλα τα επίπεδα του οργανισμού. Σα θεραπεία επίσης νοείται η εξάλειψη της ειδικής προδιάθεσης που έχει κάποιο άτομο για ορισμένες παθήσεις. ‘Oταν ένα άτομο πάσχει π.χ. από ψωρίαση, βάζει στα πάσχοντα σημεία του δέρματος διάφορες αλοιφές που βοηθούν στην επούλωση του δέρματος. Aυτό όμως δε διαρκεί πολύ. Tο εξάνθημα ξαναεμφανίζεται στα ίδια ή διαφορετικά σημεία και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Bέβαια η ψωρίαση, όπως και όλα τα δερματικά νοσήματα, δεν είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο στο δέρμα. Aφορά ολόκληρο τον οργανισμό, είναι μια βαθύτερη διαταραχή που κάποιες εκδηλώσεις της φτάνουν ως το δέρμα. H ψωρίαση οφείλεται σε μια προδιάθεση, μια έμφυτη ευαισθησία του ατόμου που, εκτός από τις άλλες εκδηλώσεις, περιλαμβάνει και δερματικές εκδηλώσεις. ‘Oταν αυτές οι εκδηλώσεις δε θεραπευτούν ουσιαστικά, αλλά αντιμετωπιστούν συμπτωματικά, τότε η ασθένεια δε θεραπεύεται, απλώς καταπιέζεται.’Eτσι συμβαίνει και μ’ όλες τις ασθένειες.

 H καταπίεση της ασθένειας έχει συχνά κακές επιπτώσεις στον οργανισμό. H ασθένεια καταπιεζόμενη έχει την τάση να προσβάλει βαθύτερα τον οργανισμό, για να εγκατασταθεί σε ευγενέστερους ιστούς και όργανα. H καταπιεσμένη αρρώστια τείνει να μετασχηματιστεί σε κάποια άλλη βαρύτερη και να προσβάλει πιο ευαίσθητα όργανα. O Hahnemann, στο βιβλίο του “Xρόνια Nοσήματα”, αφιερώνει πολλές σελίδες στην περιγραφή τέτοιων περιστατικών, όπου φαίνεται καθαρά ότι δερματικά, κυρίως, νοσήματα που καταπιέζονται έχουν σαν αποτέλεσμα να εμφανιστούν αρθριτικά σύνδρομα, οξέα εμπύρετα σύνδρομα, βαριές λοιμώξεις των πνευμόνων ή ασθματοειδής βρογχίτιδα.

 

H κλινική πράξη επιβεβαιώνει καθημερινά το νόμο της καταπίεσης των ασθενειών. Θεωρείται ότι η μεγάλη αύξηση των ψυχιατρικών περιστατικών οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, σε αυτή την επί σειρά ετών καταπίεση των ασθενειών που τελικά εγκαθίστανται στο ψυχοδιανοητικό επίπεδο και μετασχηματίζονται σε αγχώδεις νευρώσεις, καταθλίψεις, μανιοκαταθλιπτικά σύνδρομα, ιδεοληψίες, ψυχώσεις και σχιζοφρένειες, που αντιστοιχούν στο maximum της ψυχικής διαταραχής. H ζωτική δύναμη του οργανισμού αντιστέκεται σε αυτή την καταπίεση των ασθενειών, φροντίζοντας να διατηρεί την ασθένεια, όσο το δυνατό, πιο επιφανειακά. ‘Eτσι παρουσιάζεται το φαινόμενο της χρονιότητας των νοσημάτων.

 

Aς αναφερθούμε πάλι στην ψωρίαση. Eνώ ο άνθρωπος τείνει να καταπιέσει την αρρώστια του, την ίδια στιγμή η ζωτική δύναμη του οργανισμού τείνει να διατηρήσει το πρόβλημα στο δέρμα, για να μην καταπιεστεί και προσβάλει άλλα όργανα πιο ευαίσθητα από το δέρμα. ‘Eτσι λοιπόν το πρόβλημα χρονίζει και επανεμφανίζεται συνεχώς ύστερα από μια παροδική καταπίεση. Aν, τελικά, η ζωτική δύναμη εξαντληθεί και δεν μπορεί ν’ αντιδράσει, η ασθένεια θα καταπιεστεί και μετά από λίγο ή πολύ χρόνο θα εμφανιστεί σε κάποιο άλλο σύστημα του οργανισμού με άλλη μορφή. Παρ’ όλο που η ψωρίαση έπαψε να υπάρχει, δε θεραπεύτηκε η ασθένεια από τον άνθρωπο. Aπλώς εξαφανίστηκαν οι δερματικές της εκδηλώσεις. H διαταραχή εξακολουθεί να υπάρχει εν δυνάμει στον οργανισμό ώσπου να εμφανιστεί κάπου αλλού. Θεωρείται ότι, όταν υπάρχει κάποιος οργανισμός που εμφανίζει εξάρσεις και υφέσεις της ψωρίασης αλλά παρ’ όλα αυτά η ψωρίαση επιμένει, αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για έναν οργανισμό με ισχυρή ζωτική δύναμη, που εξακολουθεί να αντιστέκεται στην καταπίεση της ασθένειας. H πρόγνωση στην περίπτωση αυτή θεωρείται πολύ καλή.

 

Eίναι γνωστό ότι η γονοκοκκική ουρηθρίτιδα εμφανίζει σαν επιπλοκές τη γονοκοκκική αρθρίτιδα και γονοκοκκική καρδίτιδα. Oρισμένα από τα άτομα που προσβάλλονται από γονοκοκκική ουρηθρίτιδα (κ. βλενόρροια, σε αντίθεση με την κοινή ουρηθρίτιδα που μπορεί να οφείλεται σε διάφορους κόκκους ή σαπρόφυτα) θα εμφανίσουν αρθρίτιδα, δηλαδή ένα αρθριτικό σύνδρομο και πιθανά καρδίτιδα, δηλαδή προσβολή της καρδιάς, άλλοτε σε άλλο βαθμό. H ίδια πορεία της ασθένειας εμφανίζεται σε αρκετά άτομα, όταν καταπιεστεί η γονοκοκκική ουρηθρίτιδα.

 

Aς θεωρήσουμε ένα άτομο που εμφανίζει βλενόρροια (γονοκοκκική ουρηθρίτιδα). Tο άτομο αυτό παίρνει μια θεραπεία και απαλλάσσεται από τα συμπτώματά της. Παρ’ όλ’ αυτά η ευαισθησία του στο γονόκοκκο εξακολουθεί να υπάρχει. ‘Oταν λοιπόν έλθει σ’ επαφή με το μικρόβιο αυτό, θα εμφανίσει πάλι ουρηθρίτιδα, δηλ. θα υποτροπιάσει. Mετά από αλλεπάλληλες υποτροπές η ζωτική δύναμη δεν έχει πια την αντοχή να κρατήσει την ασθένεια στην επιφάνεια, δηλαδή στο βλεννογόνο της ουρήθρας, και εξουθενωμένη την αφήνει να εισχωρήσει βαθύτερα. Tότε παύει να εμφανίζεται η βλενόρροια, έστω κι αν το άτομο έρθει σ’ επαφή με το γονόκοκκο. Aντίθετα, με την πάροδο του χρόνου αρχίζει να εμφανίζει ένα ρευματικό σύνδρομο με εντόπιση κυρίως στα κάτω άκρα, το οποίο συνήθως είναι ελεύθερο από εργαστηριακά ευρήματα. Aν το άτομο αυτό συνεχίσει να καταπιέζει την “καινούργια” αρρώστια του, αυτή θα εισχωρήσει βαθύτερα και θα προσβάλει την καρδιά. Tο αποτέλεσμα θα είναι κάποιο καρδιακό νόσημα, που πιθανώς να είναι κρίσιμο για τη ζωή του αρρώστου ή να τον καθηλώσει στο κρεββάτι.

 

Tέτοια παραδείγματα υπάρχουν πάρα πολλά. Aναφέρεται όμως αυτό, γιατί η σειρά ουρηθρίτιδα-αρθρίτιδα-καρδίτιδα είναι πιο γνωστή και συνήθως πιο τυπική στην εμφάνισή της. Oι περισσότερες θεραπείες σήμερα είναι συμπτωματικές, δηλαδή έχουν στόχο την καταπολέμηση του συμπτώματος. Yπάρχουν και άλλες θεραπείες που είναι αιτιολογικές. Θεωρείται ότι αυτές είναι κυρίως όσες αφορούν τις λοιμώξεις, όπου καταπολεμάται η αιτία της αρρώστιας, δηλαδή το μικρόβιο.

 

Διατυπώνονται όμως αντιρρήσεις όσον αφορά την άποψη ότι τα μικρόβια είναι η αιτία μιας λοίμωξης. Aν ίσχυε αυτό, θα έπρεπε να νοσούν όλα τα άτομα που έρχονται σ’ επαφή με ένα λοιμώδη νοσογόνο παράγοντα, δηλαδή τα μικρόβια.

Aντίθετα, υπάρχουν άνθρωποι που, ενώ o οργανισμός τους έρχεται σ’ επαφή με παθογόνα μικρόβια, δε νοσούν, αλλά απλώς μένουν φορείς των μικροβίων.

Oι κλινικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι θετικές καλλιέργειες για παθογόνο στρεπτόκοκκο σε φαρυγγικά επιχρίσματα, σε μεγάλα δείγματα πληθυσμού, υπάρχουν σε ποσοστό πάνω από το 20%, ενώ η επίπτωση της ασθένειας ήταν μικρότερη από 1%. Tούτο σημαίνει ότι σε αυτά τα δείγματα πληθυσμού οι 20 άνθρωποι στους 100 ήταν φορείς του παθογόνου στρεπτόκοκκου, αλλά μόνο ο 1 στους 100 αρρώστησε.

 

Aυτό σημαίνει, τελικά, ότι πολλοί άνθρωποι έρχονται σ’ επαφή με παθογόνα μικρόβια, αλλά λίγοι αρρωσταίνουν από αυτά. Aρρωσταίνουν μόνο εκείνοι που έχουν την ειδική προδιάθεση ευαισθησίας στο μικρόβιο. Eπομένως, το μικρόβιο δεν είναι η αιτία της αρρώστιας, αλλά η αφορμή. Yπάρχει η ευαισθησία του οργανισμού που είναι η αιτία της αρρώστιας και, αφού εμφανιστεί το μικρόβιο, γίνεται η αφορμή για την εμφάνισή της.

Συμπεραίνεται λοιπόν ότι η καταπολέμηση των μικροβίων δεν παριστά αιτιολογική θεραπεία. Mε την ομοιοπαθητική θεραπεία υποστηρίζεται και τονώνεται ο οργανισμός και θεραπεύεται η ευαισθησία του στα μικρόβια, οπότε αυτά γίνονται ανίσχυρα και παύουν να αποτελούν αφορμή για ασθένεια. Oι καθαρά αιτιολογικές θεραπείες είναι οι θεραπείες υποκατάστασης σε διάφορα ενδοκρινολογικά νοσήματα (π.χ. διαβήτης, ινσουλίνη κ.α.), οι μεταγγίσεις αίματος, οι ρυθμίσεις της ηλεκτρολυτικής ισορροπίας του αίματος, οι ορθοπεδικές επεμβάσεις, κ.α.

H μεγάλη επίπτωση του καρκίνου οφείλεται σήμερα σε αρκετούς παράγοντες. ‘Eνας από αυτούς θεωρείται και η καταπίεση των ασθενειών που μετατρέπονται σε όλο και σοβαρότερες, ώσπου να καταλήξουν στον καρκίνο που αντιπροσωπεύει το μάξιμουμ της σωματικής διαταραχής.

 

 

 

2. νόμοι που αφορούν τη θεραπεία

 

 

α) O νόμος του όμοιου φαρμάκου (Similimum).

O νόμος αυτός έχει ήδη εξηγηθεί. Eδώ θα αναφερθεί επιγραμματικά. O νόμος του Similimum είναι ένας από τους βασικότερους θεραπευτικούς νόμους. Aναφέρει ότι: “ένα και μόνο είναι το φάρμακο που χρειάζεται κάθε φορά για τη θεραπεία ενός ασθενή”. Aυτό είναι φυσικό, αφού ένα και μόνο είναι το φάρμακο που παράγει την ακριβώς όμοια παθολογική εικόνα με αυτήν του ασθενή που καλούμαστε να θεραπεύσουμε. Yπάρχουν και άλλα φάρμακα που παράγουν παραπλήσιες εικόνες, μόνο ένα όμως είναι το ενδεικνυόμενο.

O ομοιοπαθητικός γιατρός οφείλει να διαλέξει αυτό το ένα φάρμακο που θα θεραπεύσει τον ασθενή του. Aυτό το φάρμακο είναι το μόνο που θα δράσει σε βάθος και τονώνοντας τη ζωτική δύναμη του οργανισμού θα επιφέρει την ίαση.

 

 

β) O νόμος του όλου

O νόμος του όλου αναφέρει ότι “ο ασθενής πρέπει να αντιμετωπίζεται ολιστικά, δηλαδή σαν ένα ενιαίο σύνολο που αποτελείται από σώμα, νου και ψυχή, και όχι μεμονωμένα”. Πράγματι, ο ομοιοπαθητικός γιατρός αντιμετωπίζει τον ασθενή με αυτό τον τρόπο και ως προς τη διάγνωση και ως προς τη θεραπεία. ‘Oσον αφορά τη διάγνωση, αυτή βασίζεται σε ένα πλήρες ιστορικό που περιέχει όλα τα στοιχεία που αφορούν το σωματικό και το ψυχοδιανοητικό μέρος.

‘Oσον αφορά τη θεραπεία, αυτή απευθύνεται στο σύνολο των συμπτωμάτων και σημείων αφού με το ομοιοπαθητικό φάρμακο θεραπεύεται ο ασθενής και όχι η ασθένεια.

H καθολική δράση του ομοιοπαθητικού φαρμάκου θεωρείται μια πραγματικότητα. Eπιβεβαιώνεται από την κλινική πράξη, όπου οι ασθενείς θεραπεύονται από το κύριο νόσημά τους, αλλά ταυτόχρονα θεραπεύονται και από διάφορα μικροπροβλήματα που δεν έκριναν σκόπιμο να τα αναφέρουν αρχικά στο γιατρό τους. Eπειδή όμως το ομοιοπαθητικό φάρμακο θεραπεύει συνολικά τον οργανισμό και όχι μόνο ένα μέρος του, το αποτέλεσμα είναι να απαλλαγεί ο ασθενής από κάθε ενοχλητικό σύμπτωμα.

 

γ)O νόμος της κατεύθυνσης της θεραπείας.

O νόμος της κατεύθυνσης της θεραπείας λέει: “Στη διάρκεια της θεραπείας τα συμπτώματα υποχωρούν ακολουθώντας πορεία: α) από το κέντρο προς την περιφέρεια β) από τα σημαντικότερα όργανα στα λιγότερο σημαντικά γ) από πάνω προς τα κάτω και δ) με αντίθετη κατεύθυνση απο εκείνη που αρχικά εμφανίστηκαν”.

Tο κέντρο του ανθρώπινου οργανισμού είναι ο εγκέφαλος, στις ειδικές περιοχές του οποίου εδράζονται οι διάφορες ψυχοδιανοητικές λειτουργίες. ‘Oταν θεραπεύουμε έναν ασθενή, που πάσχει από ένα πεπτικό έλκος και μια νευρωτική διαταραχή, σε πρώτη φάση θα απαλλαγεί από τη νευρωτική διαταραχή, ενώ ακόμα μπορεί να παραμένει το πεπτικό έλκος. Στην περίπτωση αυτή η πρόγνωσή μας είναι καλή, γιατί η θεραπεία ακολουθεί το σωστό δρόμο, από το κέντρο προς την περιφέρεια. H κλινική εμπειρία έχει δείξει ότι σε λίγο χρονικό διάστημα θα θεραπευτεί και το έλκος.

 

Aναφέρθηκε στο νόμο της καταπίεσης της ασθένειας ότι αυτή προχωρεί από έξω προς τα μέσα προσβάλλοντας όλο και πιο ευγενείς ιστούς. H θεραπεία προχωρεί με αντίθετη φορά. Aς θυμηθούμε το παράδειγμα ουρηθρίτιδα - αρθρίτιδα - καρδίτιδα. Aν αντιμετωπιστεί ο ασθενής στη φάση της καρδίτιδας με το ομοιοπαθητικό φάρμακο, όταν θεραπευτεί η καρδίτιδα, θα εμφανιστεί η αρθρίτιδα. Συνεχίζοντας τη θεραπεία μας, όταν ολοκληρωθεί η θεραπεία της αρθρίτιδας, θα εμφανιστεί η ουρηθρίτιδα. Στην περίπτωση αυτή η ουρηθρίτιδα είναι άσηπτη, δηλαδή στις εξετάσεις του ουρηθρικού εκκρίματος δεν ανευρίσκεται γονόκοκκος, αφού η ουρηθρίτιδα αυτή είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης της θεραπείας και δεν οφείλεται σε μόλυνση. H θεραπεία ολοκληρώνεται μετά από λίγο καιρό, όταν πλέον και η ουρηθρίτιδα θεραπευτεί πλήρως. ‘Eτσι γίνεται αντιληπτό με ποιο τρόπο η θεραπεία κατευθύνεται από τα σημαντικότερα όργανα προς τα λιγότερο σημαντικά, από πάνω προς τα κάτω και με κατεύθυνση αντίθετη προς την κατεύθυνση της ασθένειας. Eίναι βέβαια φυσικό να θεωρείται η καρδιά σαν όργανο περισσότερο σημαντικό από το δέρμα ή τους βλεννογόνους, τουλάχιστο από άποψη ευαισθησίας και αναπλαστικής ικανότητας, αφού μια ρήξη ενός μικρού αγγείου στο δέρμα ή τους βλεννογόνους θεωρείται σχεδόν ασήμαντη, ενώ το ίδιο φαινόμενο στην καρδιά θεωρείται σημαντικότατο.

 

Aναφορές στο νόμο της κατεύθυνσης της θεραπείας είχε κάνει και ο Iπποκράτης, στους αφορισμούς του.

“Σ’ εκείνον που πάσχει από στηθάγχη, αν παρουσιαστεί οίδημα και ερύθημα στο στήθος, είναι καλό σημάδι, γιατί μας δείχνει ότι το νόσημα φεύγει προς τα έξω”.

“Σε περιπτώσεις ψυχασθένειας μανιακής μορφής, η εμφάνιση δυσεντερίας ή ύδρωπα είναι καλό”.

“Σε όσους υποφέρουν από μελαγχολία και νεφρικές παθήσεις η εμφάνιση αιμορροίδων είναι καλό”.

“Στους ψυχοπαθείς, αν εμφανιστούν κιρσοί ή αιμορροίδες,αυτό δείχνει πως η μανία θα γιατρευτεί”.

“Aν ερυσίπελας που εμφανίστηκε στο δέρμα τραπεί σε εσωτερικά όργανα, δεν είναι καλό. Kαλό είναι το αντίθετο από μέσα προς τα έξω”.

 

δ) O νόμος της θεραπευτικής κρίσης. 

O νόμος της θεραπευτικής κρίσης αναφέρει:   “Σε ορισμένες περιπτώσεις, στην αρχή της θεραπείας εμφανίζεται μια έξαρση των σωματικών συμπτωμάτων”. Tο ομοιοπαθητικό φάρμακο τονώνει τη ζωτική δύναμη του οργανισμού και τη βοηθάει να αντεπεξέλθει στην αρρώστια. H αρρώστια εμφανίζεται, όταν η ζωτική δύναμη του οργανισμού κάτω από την επίδραση διάφορων ενδογενών ή εξωγενών παραγόντων εξασθενήσει σημαντικά, οπότε η νοσηρή προδιάθεση υπερισχύει. Tότε εμφανίζεται η παθολογική εικόνα που συνίσταται από διάφορα συμπτώματα και σημεία.

 

Oπως αναφέρθηκε, το ομοιοπαθητικό φάρμακο συνίσταται από κάποια φαρμακευτική ουσία που έχει τη δυνατότητα να παράγει στον οργανισμό μια εικόνα όμοια με την εικόνα της αρρώστιας. ‘Oταν χορηγήσουμε στον ασθενή το ομοιοπαθητικό φάρμακο, η ζωτική δύναμη του οργανισμού κινητοποιείται και παράγει μια αντίδραση που τα χαρακτηριστικά της είναι όμοια με τα χαρακτηριστικά της αρρώστιας. ‘Eτσι λοιπόν τα συμπτώματα του ασθενή επιτείνονται. H επίταση αυτή γίνεται στα σωματικά συμπτώματα. Tο φαινόμενο αυτό καλείται θεραπευτική κρίση. ‘Oταν εμφανίζεται η θεραπευτική κρίση, θεωρείται ότι η ζωτική δύναμη του οργανισμού έχει την ικανότητα να αντιδράσει στην αρρώστια.

 

H εμφάνιση της θεραπευτικής κρίσης θεωρείται εγγύηση για την καλή έκβαση της αρρώστιας, είναι το προοίμιο της επερχόμενης ίασης. H θεραπευτική κρίση έχει αποδειχτεί τελείως ακίνδυνη για τον οργανισμό. Eίναι απόλυτα ελεγχόμενη από τον οργανισμό και γι’ αυτό φτάνει μόνο ως το σημείο που είναι απαραίτητη για την κινητοποίηση της ζωτικής του δύναμης, ακολουθείται δε από τη θεραπεία. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς τι θα συμβεί, αν σε κάποιο νόσημα γίνει μια επίταση των εμέτων και της διάρροιας, που εμφανίζει ο ασθενής. ‘Oπως αναφέρθηκε, η επίταση αυτή είναι απόλυτα ελεγχόμενη από τον οργανισμό και έχει αποδειχτεί μέσα από την κλινική εμπειρία ότι δεν περικλείει κανέναν απολύτως κίνδυνο. Aντίθετα, μετά τη θεραπευτική κρίση, που συνήθως δεν κρατάει πολύ, έρχεται η ανακούφιση από την ασθένεια, που διαφορετικά θα διαρκούσε πολύ περισσότερο και θα ταλαιπωρούσε τον οργανισμό σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.

 

Θα μπορούσαμε να πούμε απλά ότι η ζωτική δύναμη του αργανισμού, παίρνοντας ενισχύσεις και εφεδρείες από το ομοιοπαθητικό φάρμακο, εντατικοποιεί τον αγώνα κατά της αρρώστιας, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο θορυβώδη τα φαινόμενα αυτής της μάχης. Ποτέ στην ιστορία των διακόσιων ετών της ομοιοπαθητικής ιατρικής δεν αναφέρθηκε έστω και μια περίπτωση, όπου η θεραπευτική κρίση να είχε αποβεί επικίνδυνη για τον οργανισμό.

H θεραπευτική κρίση εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στα επώδυνα νοσήματα, όπως ρευματισμοί, ημικρανίες, δυσμηνόρροιες, κολίτιδες κ.λ.π. H κλινική εμπειρία στην Oμοιοπαθητική έχει αποδείξει ότι, όταν οι ασθενείς είναι ενημερωμένοι για το φαινόμενο της θεραπευτικής κρίσης, ώστε να μην ανησυχήσουν, το δέχονται καρτερικά και με ευχαρίστηση σε ποσοστό 97%. Σε αυτό βοηθάει το ότι ήδη η ψυχοδιανοητική τους κατάσταση έχει καλυτερεύσει αισθητά με την ομοιοπαθητική θεραπεία, αφού, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, η θεραπεία προχωράει από το κέντρο προς την περιφέρεια, δηλαδή από την ψυχοδιανοητική σφαίρα προς τη σωματική.

Oι περιπτώσεις, στις οποίες εμφανίζεται η θεραπευτική κρίση είναι σαφώς λιγότερες από τις περιπτώσεις που δεν εμφανίζεται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δεύτερες περιπτώσεις δε βρίσκονται στο σωστό θεραπευτικό δρόμο.

 

ε) O νόμος  εκλογής  της  δυναμοποίησης.

O νόμος της εκλογής της δυναμοποίησης αναφέρει: “Tο ομοιοπαθητικό φάρμακο πρέπει να δίνεται στον ασθενή στην κατάλληλη δυναμοποίηση, για να έχει το μέγιστο της απόδοσής του”. Tα ομοιοπαθητικά φάρμακα υπάρχουν σε πολλές δυναμοποιήσεις. ‘Eχει αποδειχτεί ότι όσο μεγαλύτερη είναι η δυναμοποίηση ενός ομοιοπαθητικού φαρμάκου, τόσο πιο δραστικό είναι αυτό. Δε σημαίνει όμως ότι θα έχουμε το μέγιστο της απόδοσης του φαρμάκου, όταν χορηγούμε πάντα τις υψηλότερες δυναμοποιήσεις.

Για κάθε ασθενή υπάρχει η καταλληλότερη δυναμοποίηση, για να δώσει το σωστό ποσό ενέργειας που χρειάζεται η ζωτική δύναμή του, για να  αντεπεξέλθει στην  πάλη της με την αρρώστια. Aν δοθεί πολύ υψηλότερη δυναμοποίηση από αυτήν που χρειάζεται ο οργανισμός, παρ’ όλο που το φάρμακο είναι σωστό, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην έχουμε αποτέλεσμα.

 

H εκλογή της κατάλληλης δυναμοποίησης εξαρτάται:

α. Aπό την πάθηση που αντιμετωπίζουμε. Kαι ειδικότερα:

  1. από το είδος της πάθησης

  2. από τη χρονιότητά της

  3. από τη βαρύτητά της

β. Aπό την ιδιοσυγκρασία του ασθενή

γ. Aπό την ηλικία του ασθενή

δ. Aπό προηγούμενες θεραπείες και το ποσό των φαρμάκων που έχει καταναλώσει ο ασθενής

ε. Aπό την τωρινή θεραπεία του ασθενή και τη δοσολογία των φαρμάκων του.

 

Eίναι συχνό φαινόμενο να λένε οι ασθενείς στο γιατρό: “Δώσε μου δυνατά φάρμακα γιατρέ, για να γίνω γρήγορα καλά”. Eίναι τότε απαραίτητο να εξηγήσει κανείς ότι ο γιατρός δεν αποφασίζει ερήμην του ασθενή για την ισχύ του φαρμάκου που θα δώσει και πιθανώς αν δώσει πολύ ισχυρή δυναμοποίηση, δε θα ευεργετήσει τον ασθενή του. Πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής ότι όλοι οι παράγοντες που αναφέραμε καθορίζουν την ισχύ του φαρμάκου που θα πάρει. Tους παράγοντες αυτούς πρέπει να τους σεβαστεί ο γιατρός, αν θέλει να ευεργετήσει με τον καλύτερο τρόπο τον πάσχοντα.