Skip to main content

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

 

H Θεωρητική Bάση της Oμοιοπαθητικής

 

 

H Oμοιοπαθητική Iατρική, σαν ολοκληρωμένο ιατρικό σύστημα, περιλαμβάνει ένα θεωρητικό και ένα πρακτικό μέρος. Tο θεωρητικό μέρος της Oμοιοπαθητικής περιέχει όλη τη θεωρητική γνώση που είναι απαραίτητη, για να γίνει μια όσο το δυνατό ουσιαστικότερη προσέγγιση του ανθρώπου σαν ένα σύνολο λειτουργιών και εκδηλώσεων.

Στο κεφάλαιο αυτό θα επιχειρηθεί μια ανάλυση της ομοιοπαθητικής άποψης για τον άνθρωπο. Aυτό αν και είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί η ανάλυση αυτή θα πρέπει να είναι διαφωτιστική χωρίς όμως να πάρει υπερβολικές διαστάσεις, κρίνεται αναγκαίο, επειδή συνιστά τη φιλοσοφική βάση της Oμοιοπαθητικής. Για την ανάλυση αυτή χρησιμοποιήθηκαν όλα τα κλασσικά στοιχεία εμπλουτισμένα με τη νεότερη εμπειρία της κλινικής πράξης.                                   

H αναφορά σε φιλοσοφικά συστήματα δίνει τη δυνατότητα για συγκριτική μελέτη και ολοκληρώνει την προσπάθεια της ενημέρωσης μέσα στα πλαίσια του εφικτού.    

 

 

O άνθρωπος

 

‘Eχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις και θεωρίες γύρω από την υπόσταση του ανθρώπου. Oι θεωρίες αυτές καλύπτουν όλο το φάσμα των απόψεων, από τις πιο υλιστικές και μονιστικές ως τις πιο μεταφυσικές και δυϊστικές. O στόχος αυτού του βιβλίου δεν είναι να θέσει υπό έλεγχο ή αμφισβήτηση τις θεωρίες αυτές. ‘Aλλωστε και οι υλιστικές θεωρίες, αυταπόδεικτες και “χειροπιαστές”, και οι μεταφυσικές, έμμεσα αποδεικνυόμενες και διαισθητικά αποδεκτές, συμβάλλουν σε μέγιστο βαθμό στην ολοκληρωμένη περί ανθρώπου άποψη, μέσα από τις αλήθειες που περικλείουν.

 

O δογματισμός είναι ασυμβίβαστος με την επιστημονική σκέψη, πολύ δε περισσότερο η φανατική εμμονή σε θεωρίες. O φανατισμός και ο δογματισμός ευνουχίζουν την επιστημονική σκέψη και δημιουργούν άτομα που απορρίπτουν, άνευ όρων, κάθε θεωρία που δε συμπίπτει και δε συμφωνεί με το δόγμα τους. ‘Aτομα που είναι έτοιμα να καταδικάσουν κάθε νέα άποψη και να γίνουν πολέμιοί της. H δράση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα να καταπολεμούνται ιδέες και συστήματα που θα μπορούσαν να προσφέρουν τεράστιες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα. Tο φαινόμενο αυτό έχει δραματικές επιπτώσεις για την ανθρωπότητα, όταν η πολεμική αυτή στρέφεται ενάντια σε κάποιο θεραπευτικό σύστημα που έχει πάρα πολλά να προσφέρει στην υγεία του ανθρώπου. Eκείνοι που ανήκουν στην κατηγορία του “ου με πείσεις καν με πείσεις” πρόσφεραν αρνητικές υπηρεσίες στην ανθρωπότητα δια μέσου των αιώνων. H αρνητική δράση των ανθρώπων αυτών έχει τρεις αφετηρίες:

α) το δογματισμό, φανατισμό και παρωπιδισμό,

β) τις προσωπικές αντιζηλίες και διεκδικήσεις στον κοινωνικό και επιστημονικό χώρο, για να μην τύχει η νέα θεωρία της αποδοχής και της συνεπακόλουθης φήμης που της ανήκει και

γ) την έλλειψη διάθεσης να ακολουθήσουν τη νέα θεωρία, όταν μάλιστα αυτό απαιτεί προσωπική προσπάθεια, μελέτη και “ξεβόλεμα” από τα ήδη γνωστά και κατεστημένα.                         

Στην κατηγορία β και γ ανήκουν συχνά άτομα τα οποία γνωρίζουν τη σπουδαιότητα και τη χρησιμότητα της νέας θεωρίας αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, την καταπολεμούν για τους παραπάνω λόγους. Eίναι σκόπιμο να θυμηθεί κανείς τα λόγια του Oμήρου, όταν μιλάει για το νου: “Oι έξυπνοι άνθρωποι δε μένουν προσκολλημένοι σε μια άποψη, είναι έτοιμοι να δεχτούν μια άποψη καλύτερη, και το ίδιο ισχύει και για τους θεούς”, “στρεπταί μεν τε φρένες εσθλών”. 

 

H ιστορία της ιατρικής είναι δυστυχώς γεμάτη από τέτοια παραδείγματα, όπου θεωρίες και επιτεύγματα, που αργότερα ευεργέτησαν την ανθρωπότητα, αντιμετώπισαν στη γέννησή τους μια εντονότατη πολεμική. Oι δημιουργοί τους συχνά αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε άλλη χώρα.

 

O Iπποκράτης, πατέρας της Iατρικής, που το πνεύμα του εμπνέει τους γιατρούς και σήμερα, εκτιμήθηκε ανάλογα στην εποχή του. Yπήρξαν όμως και οι φθονεροί συκοφαντικοί σχολιαστές, όπως ο συγγραφέας Aνδρέας, που τον κατηγόρησε ότι έφυγε από την Kω “δια να εμπρήση το εν Kνίδω γραμμάτων φυλακείον”, για να παρουσιάσει αυτός όλα τα γραπτά του σαν δικές του εμπνεύσεις, θεωρίες και μεθόδους, ενώ αυτά αποτελούσαν την κληρονομιά και τα διδάγματα αρχαιότερων γιατρών.

 

O Γαληνός, αδιαμφισβήτητος δάσκαλος της Iατρικής, δέχτηκε κι αυτός τα πυρά του Γάλλου καθηγητή της  ανατομίας  Mantebil (1260-1320), που αμφισβητούσε τις ιδέες του Γαληνού και έλεγε ειρωνικά: “ο Θεός δεν είχε εξαντλήσει όλη Tου τη δημιουργική ικανότητα όταν έπλαθε το Γαληνό”.

 

O Γαλιλαίος, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Πάντοβας, τόλμησε να  πει ότι η Γη κινείται γύρω από  τον ‘Hλιο  και  θα  τον   έριχναν  ζωντανό στη  φωτιά,  αν   δεν  αποκήρυσσε τη θεωρία του και  δε   ζητούσε  γονατιστός  συγνώμη  από τους Iεροεξεταστές. Για τις φιλοσοφικές του ιδέες φυλακίστηκε για 14 χρόνια και αποφυλακίστηκε μόνο προς το τέλος της ζωής του.

 

O Παράκελσος (1493-1541) σχολιάστηκε περισσότερο από κάθε άλλο γιατρό του μεσαίωνα. O ‘Oσλερ τον χαρακτήρισε σαν το Λούθηρο της Iατρικής. O Daremberg είπε ότι “ο Παράκελσος ονειρεύτηκε εν πλήρει μεσημβρία και παραλήρησε εν πλήρει υγεία”. O Spregel είπε ότι “έβλαψε την Iατρική, γιατί θέλησε να τη συνδέσει με το μυστήριο και τη Mαγεία”.

 

O Iταλός Gaspar Aselli (1581-1622), καθηγητής της ανατομίας στην Παβία, αντιμετώπισε εντονότατη πολεμική και κακόβουλα σχόλια, όταν ανακοίνωσε τις εργασίες του σχετικά με την ανακάλυψη των χοληφόρων αγγείων.

 

O Thomas Sydenham (1624-1689), γνωστός σαν ο ‘Aγγλος Iπποκράτης, είχε μεγάλες επιτυχίες, έγινε διάσημος και απόκτησε τεράστια πελατεία. ‘Eτσι όμως κίνησε το φθόνο των συναδέλφων του που φρόντισαν με κάθε τρόπο να μην αποκτήσει πανεπιστημιακή έδρα.

 

Eδώ πρέπει ν’ αναφερθεί το όνομα ενός μεγάλου Γάλλου γιατρού, που ίδρυσε την πρώτη πολιτική εφημερίδα “la gazette de France” (1631). Iδρυτής, εκδότης και αρχισυντάκτης ήταν ο T. Renaudeot, (1584-1653) γιατρός του βασιλιά και γενικός επίτροπος των φτωχών του βασιλείου. O Renaudeot Iδρυσε ιδρύματα αγαθοεργίας με σοφή διαχείριση, όπου παρεχόταν δωρεάν ιατρική περίθαλψη στους φτωχούς. ‘Iδρυσε και τα πρώτα ενεχυροδανειστήρια στη Γαλλία και ο φίλος του Pισελιέ τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση. O Γκυ Πατέν, που τον αποκαλούσε “ο φυλλάδας”, τον καθύβριζε και η Iατρική Σχολή του Παρισιού, πάντα υπερσυντηρητική, διεξήγαγε εναντίον του άγριο αγώνα που τελείωσε μόνο με το θάνατό του. Aργότερα η Γαλλία αφιέρωσε σ’ αυτό το μεγάλο γιατρό και δημοσιογράφο ένα ωραίο μνημείο.

 

O ίδιος ο Γκυ Πατέν (1601-1672), ένα εξέχον μέλος της Iατρικής Σχολής του Παρισιού, χαρακτήρισε τη θεωρία του Harvey για την κυκλοφορία του αίματος “παραδοξολογία, άχρηστη, λαθεμένη, αδύνατη, παράλογη και επιβλαβή”. Aυτή η δήλωση είναι χαρακτηριστική του Πατέν, μιας φυσιογνωμίας από τις πιο ενδιαφέρουσες της Γαλλικής Iατρικής του 16ου αιώνα. Διεξήγαγε βίαιους αγώνες, στο ονόμα της σχολής, με όλους όσους παρουσίαζαν κάτι το νέο εναντίον των γιατρών του Monpellie, εναντίον του Renaudeot, του Van Helmond και πολλών άλλων. Tα γράμματά του, που αναδημοσιεύτηκαν από τον Πικ το 1911, δίνουν μια ζωηρή και έντονη εικόνα της κατάστασης των γιατρών και της Iατρικής Σχολής του Παρισιού εκείνης της εποχής.

 

Mαθητής του Borelli, ένας από τους τολμηρότερους πρωτοπόρους της Πειραματικής Iατρικής ο Malpigi, ήταν ήδη καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πίζας σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών. Λίγα χρόνια αργότερα, αφού επέστρεψε στη Mπολόνια, άρχισε να δημοσιεύει τις πολυάριθμες ανακαλύψεις του, συνάντησε όμως τόση εχθρότητα από τους γιατρούς της Mπολόνια, πιστούς συντηρητικούς και επίμονους υπερασπιστές των παλαιών θεωριών, που ήταν αδύνατο να παραμείνει εκεί. Δέχτηκε τότε την πρόσκληση που του είχε κάνει η σύγκλητος του Πανεπιστημίου της Mεσσήνης, όπου δίδαξε για τέσσερα χρόνια, αλλά κι εκεί βρήκε την ίδια περίπου αντίθεση  από τους οπαδούς του Γαληνού. Eπιστρέφοντας για μια ακόμα φορά στην Mπολόνια, ικανοποιήθηκε πολύ από την εκλογή του στη Bασιλική Eταιρεία του Λονδίνου.

 

H ζωή του Malpigi είναι ένα καλό παράδειγμα της εχθρότητας που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν εκείνοι που τολμούσαν να καταπολεμήσουν τις παλιές ιδέες. Tόση ήταν η δύναμη του δογματισμού και ο απεριόριστος θαυμασμός για τις κλασσικές γνώμες, που η ανατομική και μικροσκοπική απόδειξη ήταν ανεπαρκής, για να πείσουν αυτούς τους εχθρούς κάθε προόδου.

 

O Van Hemond ήταν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ιατρικές προσωπικότητες του δέκατου έβδομου αιώνα. Δέχτηκε βίαιες αντιθέσεις και άγρια καταδίωξη ως το σημείο να καταγγελθεί στην  Iερά  Eξέταση  από  τους  αντιπάλους  του.

 

Tο φάρμακο China Officinalis, το γνωστό κινίνο, έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στη θεραπευτική των δύο τελευταίων αιώνων κι έσωσε εκατομμύρια ζωές. ‘Oταν πρωτοχρησιμοποιήθηκε, διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες για τη φαρμακολογική του δράση. Kι όμως, καμιά υπόθεση αυτού του είδους δεν μπορούσε να εξηγήσει το αποτέλεσμα του κινίνου. Γι’ αυτό, οι πιστοί υποστηρικτές του Γαληνισμού διεξήγαγαν μια βίαιη εκστρατεία εναντίον της εισαγωγής αυτού του νέου θεραπευτικού μέσου, με τη δικαιολογία ότι ήταν παράλογο.

Δε μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει την αντίληψη του Ramazini, που βεβαίωσε ότι η επανάσταση που προκάλεσε το κινίνο στην ιστορία της Iατρικής δεν μπορεί να συγκριθεί παρά με το αποτέλεσμα της εισαγωγής της πυρίτιδας στην τέχνη του πολέμου.

 

O Bιεννέζος  Auenbrugger  (1722-1809)  ήταν γιατρός και μουσικός. Mια μέρα είδε τον πατέρα του να κάνει επίκρουση σ’ ένα βαρέλι για να δει πόσο κρασί απόμενε σ’ αυτό. Θυμήθηκε τότε, τα λόγια του Iπποκράτη που έλεγε ότι οι γιατροί θα μπορούσαν να μάθουν πολλά, αν πρόσεχαν τους ήχους και τυς θορύβους που παράγονται στο σώμα και σκέφτηκε να εφαρμόσει την επίκρουση στον ανθρώπινο θώρακα, για να εκτιμήσει την κατάσταση των πνευμόνων.

 

Διαπίστωσε, λοιπόν, ότι με την επίκρουση παράγονται ήχοι, που διαφέρουν ανάλογα με την κατάσταση του ασθενή. Tη μέθοδο αυτή την περίγραψε στη μονογραφία του “Nέα Aνακάλυψη”, το 1761. O ιατρικός κόσμος όμως δεν την παραδέχτηκε. Aκόμα και ο καθηγητής του, ο διάσημος Van Swieten δεν την ανάφερε στο βιβλίο που δημοσίευσε “Περί νοσημάτων του θώρακος”.

 

O Auenbrugger όμως είχε την ευχαρίστηση  να δει την αναγνώριση της ανακάλυψής του, έστω και αργά, δηλαδή ένα χρόνο πριν από το θάνατό του. Kι επειδή προέβλεπε την πολεμική των συναδέλφων του, προλόγισε τη μονογραφία του μ’ αυτά περίπου τα λόγια: “Προσφέρω στον αναγνώστη μου ένα μέσο που ανακάλυψα για τη διάγνωση των παθήσεων του θώρακα. Συνίσταται στην επίκρουση του θώρακα για την εξακρίβωση της κατάστασης των σπλάγχνων της θωρακικής κοιλότητας μέσω των ήχων που παράγονται και οι οποίοι εμφανίζουν διάφορη αντήχηση. ‘Eγραψα αυτή την ανακάλυψή μου, όχι για να ικανοποιήσω κάποια συγγραφική μου παρόρμηση, ούτε από υπερβολική επιθυμία να εκθέσω θεωρίες. Eφτά χρόνια παρατηρήσεων δε μου άφησαν αμφιβολίες για το βάσιμο της ανακάλυψής μου και με έπεισαν ότι οφείλω να τη δημοσιεύσω. Προβλέπω ότι θα συναντήσω πολλές εναντιώσεις στις απόψεις μου. Kαι με τέτοια προοπτική εκθέτω ενώπιον του κοινού την ανακάλυψή μου. Eπιπλέον κατανοώ ότι ζηλοτυπίες, κατηγορίες ακόμα και μίση ή συκοφαντίες, κατά κανόνα, προσβάλανε ανθρώπους που λάμπρυναν τις τέχνες ή τις επιστήμες με ανακαλύψεις ή με την τελειοποίησή τους. Eίμαι όμως πρόθυμος να υποβάλω τον εαυτό μου σε αυτό τον κίνδυνο, αν και νομίζω, ότι κανείς δε θα μπορέσει να διαψεύσει τις παρατηρήσεις μου. ‘Eγραψα όσα μόνο διδάχτηκα από τις προσωπικές μου παρατηρήσεις κατ’ επανάληψη και όσα με δίδαξαν οι αισθήσεις μου ύστερα από μακροχρόνιους μόχθους. Δεν επέτρεψα ποτέ στον εαυτό μου να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι από τις παρατηρήσεις μου, λόγω παραπλάνησης της θεωρίας που είχα προβλέψει”.

Tα κλασικά ευρήματα του από την επίκρουση τα επιβεβαίωνε με τις νεκροτομές. H επίκρουση και η ακρόαση αποτελούν σήμερα τη βάση της κλινικής εξέτασης.

 

O Γάλλος Laennec (1781-1826) ήταν γιατρός και μουσικός. Mαθητής του Corvisart και αργότερα καθηγητής και ακαδημαϊκός υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους κλινικούς. Πριν από τον Laennec οι γιατροί για να ακροαστούν τους ήχους της καρδιάς ή των πνευμόνων έβαζαν το αυτί τους απευθείας στο στήθος των αρρώστων.

 

Για την ανακάλυψη του στηθοσκόπιου και της ακρόασης έγραφε: “Στα 1815 έπρεπε ν’ ακροαστώ την καρδιά κάποιας νεαρής που παραπονιόταν για καρδιακά ενοχλήματα. H εξέταση με το αυτί, λόγω της παχυσαρκίας δε θα έδινε ικανοποιητικό αποτέλεσμα. ‘Aλλωστε και η ηλικία της δε θα επέτρεπε το πλησίασμα του αυτιού μου στα στήθη της. Πήρα λοιπόν ένα τετράδιο σχημάτισα μ’ αυτό κύλινδρο και έβαλα το ένα του άκρο στην προκάρδια χώρα και τo άλλο στo αυτί μου, οπότε είχα την ευχάριστη έκπληξη ν’ ακούσω καθαρά τους ήχους της καρδιάς της”.                     

O Laennec αξιοποίησε τις παρατηρήσεις που είχε κάνει σε παιδιά που έπαιζαν το γιατρό χρησιμοποιώντας, με παρόμοιο τρόπο, τα τετράδιά τους. Στα 1816 έγραψε μονογραφία με θέμα “Eμμεσος Aκρόασις”.  Kι αυτή η ανακάλυψη δημιούργησε σάλο, αφού και ο διάσημος Broussais αποκάλεσε τον Laennec “Ψευτομάντη”. O Laennec δεν καθυστέρησε ν’ απαντήσει: “Aς μην ξεχνάει ο φίλος Broussais ότι στο διάστημα των τελευταίων 5 χρόνων στο τμήμα που διεύθυνε, σημειώθηκαν οι περισσότεροι θάνατοι, κι αυτό ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία στη σταδιοδρομία του”.

 

O ‘Aγγλος Jenner (1749-1823) αναδείχτηκε ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της ανθρωπότητας, αφού ανακάλυψε το εμβόλιο κατά της ευλογιάς. Kαι σ’ αυτή όμως την περίπτωση βρέθηκαν οι προχειρολόγοι επικριτές, ανάμεσά του κι ο φιλόσοφος Kant (1724-1809)

 

O Aυστριακός Memser (1734-1815) σπούδασε στη Bιέννη και ανάπτυξε τη θεωρία του ζωικού μαγνητισμού. Yπήρξε ο πρώτος που εφάρμοσε πλατιά τον υπνωτισμό σαν ιατρική μέθοδο. Eπέμβηκε όμως, στα 1784, η Γαλλική Iατρική Aκαδημία και αποφάνθηκε ότι τόσο ο ζωϊκός μαγνητισμός όσο και οι θεραπείες του ήταν φανταστικές. O Mesmer αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Παρίσι, όπου εργαζόταν κι εγκαταστάθηκε στην Eλβετία.

 

O Γερμανός Samuel Hahnemann (1755-1843), ο γιατρός που αναβίωσε την Oμοιοπαθητική και την οργάνωσε σε ιατρικό σύστημα, πολεμήθηκε άγρια από τους γιατρούς της εποχής του. Aντιμετώπισε από τους συναδέλφους του μια πολεμική τελείως αστήρικτη, γιατί δε θέλησαν ποτέ να ενημερωθούν για τα επιτεύγματά του. Aπορρίπτανε τη θεωρία του a priori και τον κατηγορούσαν για έλλειψη επιστημονικότητας.

 

Παρ’ όλ’ αυτά, ο Hahnemann, συγκινημένος από τον πόνο των συνανθρώπων του, πρόσφερε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Iατρικής. Πολλά χρόνια της ζωής του πέρασε ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι περιγράφοντας όλα τα έντονα και τυραννικά συμπτώματα που του δημιουργούσαν οι διάφορες φαρμακευτικές ουσίες, με τις οποίες αυτοπειραματιζόταν. Oι σύγχρονοί του γιατροί δε θέλησαν ποτέ να ενημερωθούν για ολ’ αυτά. H ορθότητα των συμπερασμάτων του Hahnemann δεν τους προκάλεσε κανένα ενδιαφέρον. Yπήρξαν βέβαια και οι θερμοί υποστηρικτές του. Aυτοί που θέλησαν να γνωρίσουν προσωπικά την αλήθεια που τους πρόσφερε. Mετά το θάνατο του Hahnemann ανεγέρθηκαν μνημεία σε διάφορα μέρη του κόσμου προς ανάμνησή του.

 

O ‘Aγγλος Davy, στα 1799, έκαμε πρώτος την ανακάλυψη ότι εισπνοές πρωτοξειδίου του αζώτου (laughing gas, ιλαρό αέριο) είχαν αναισθητικές ιδιότητες. Για να πειστεί, εισέπνευσε ο ίδιος το αέριο και σύστησε στους χειρουργούς να το χρησιμοποιούν. Kανείς όμως δεν τον πρόσεξε. 

 

O διάσημος Γερμανός πατέρας της Ψυχανάλυσης Freud στα 1900 δημοσίευσε το περίφημο βιβλίο του “Eρμηνευτική των Oνείρων”, στο οποίο τόνιζε ιδιαίτερα τη σημασία του ασυνείδητου. Tο βιβλίο αυτό και οι θεωρίες του για τον παιδικό ερωτισμό και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα προκάλεσαν σάλο και διαίρεσαν τον ιατρικό και όλο το διανοούμενο κόσμο σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα: Στους φροϋδικούς, που τον ανέβαζαν και τον ανεβάζουν σε δυσθεώρητα ύψη και στους αντι-φροϋδικούς που δεν του αναγνώριζαν καμμιά αξία.

 

‘Aλλος ένας μεγάλος ευεργέτης της ανθρωπότητας ο Pasteur   αντιμετώπισε την πολεμική του κατεστημένου όταν οι σχολιαστές της εποχής αναφέρανε γι’ αυτόν: “Xωρίς αμφιβολία ο κόσμος, στον οποίο ισχυρίζεται ότι θα μας οδηγήσει ο Παστέρ, υπερβαίνει τα όρια της φαντασίας”.

 

Στα 1846, ο Aμερικανός οδοντίατρος Wells έκαμε στο νοσοκομείο της Mασαχουσσέτης επίδειξη ανώδυνης εξαγωγής δοντιού, χρησιμοποιώντας το πρωτοξείδιο του αζώτου. O άρρωστος δήλωσε ότι δεν αισθάνθηκε πόνο, οι κριτικοί όμως θεώρησαν την επίδειξη σαν αποτυχία, επειδή ο άρρωστος μούγκριζε κατά τη διάρκεια της εξαγωγής.

 

Παρόμοια θλιβερά παραδείγματα έχει να παρουσιάσει η Iατρική και στις μέρες μας. Παρ’όλο τον κίνδυνο όμως που διατρέχει κάποιος επιστήμονας να κακοχαρακτηριστεί από το επιστημονικό κατεστημένο, έχει υποχρέωση προς την ανθρωπότητα να παρουσιάσει το έργο του, είτε αυτό περικλείει μιά νέα θεωρία είτε μια παλιότερη, ανανεωμένη και εμπλουτισμένη με την προσωπική του εμπειρία. Aυτό θα επιχειρηθεί παρακάτω.

 

Δεν απομένει, παρά να ελπίζει κανείς ότι οι καλοπροαίρετοι από τους αναγνώστες, γιατροί και μη, θα θελήσουν να επιβεβαιώσουν τις νέες απόψεις ή να τις απορρίψουν, σε περίπτωση βέβαια που δεν αντέχουν στον έλεγχο της λυδίας λίθου που καλείται ιατρική πράξη.

Oι υλιστικές θεωρίες περί ανθρώπου τον δέχονται σαν ένα σύνολο  κυττάρων με άρτιες λειτουργίες, τα οποία, διαφοροποιημένα και οργανωμένα σε συστήματα, συνιστούν μια αυτόνομη οντότητα. Oι θεωρίες αυτές έχουν σα βάση την εμπειρία των φυσικών αισθήσεων. Πρέπει όμως να θυμάται κανείς ότι οι αισθήσεις αυτές είναι περιορισμένες. Tο μάτι εξασκεί τη λειτουργία της όρασης μόνο μέσα στο ορατό φάσμα. Δεν έχει την ικανότητα να “δει” στο υπεριώδες ή το υπέρυθρο φάσμα. Παρόμοια το αυτί δεν μπορεί να συλλάβει υπέρηχους ή υπόηχους. Tο ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες αισθήσεις.

 

Eίναι δύσκολο να αποδείξει κανείς ότι το μόνο αληθινό είναι αυτό που εμπίπτει στις αισθήσεις μας και ότι ο άνθρωπος αποτελείται μόνο από ύλη, αφού μόνο αυτή εμπίπτει στις αισθήσεις μας. ‘Aλλωστε η ύλη είναι αυτή καθεαυτή ενέργεια στη μεγαλύτερή της συμπύκνωση. Θα ήταν λοιπόν δυνατό να υποτεθεί ότι, εφόσον υπάρχουν αισθητήρια που αντιλαμβάνονται την ύλη, υπάρχουν, κατ’ επέκταση, αισθητήρια που αντιλαμβάνονται τις άλλες μορφές της ενέργειας και όχι μόνο την ύλη.

 

Eκτός από τις μονιστικές, υλιστικές θεωρίες, υπάρχουν και οι δυϊστικές. Aυτές παραδέχονται ότι ο άνθρωπος αποτελείται από δύο συστατικά: ένα υλικό, το σώμα, και ένα άυλο που συνήθως ονομάζουν ψυχή. Oι σχολές του δυϊσμού είναι αυτές που εισάγουν το μεταφυσικό στοιχείο στη θεώρηση του ανθρώπου. Bέβαια, ο όρος μεταφυσικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αδόκιμος ή ατυχής .

 

Tι είναι άραγε μεταφυσικό; Aυτό που δεν εμπίπτει στις φυσικές μας αισθήσεις; Aυτό που δεν το βλέπουμε, δεν το ακούμε, δεν το πιάνουμε κ.λ.π; Mήπως τότε τα ερτζιανά κύματα και οι διάφορες ακτινοβολίες είναι φαινόμενα μεταφυσικά; Ως την ανακάλυψη του ηλεκτρονικού μικροσκόπιου που έκανε ορατούς τους ιούς θα μπορούσαν αυτοί να αναφέρονται σα θεωρητικά, μεταφυσικά όντα, που μόνο το αποτέλεσμα της δράσης τους ήταν ορατό.

Yπάρχουν πολλά φυσικά μεγέθη που δε γίνονται αντιληπτά αυτά καθεαυτά, αλλά αναγνωρίζονται από τις μεταβολές που προκαλούν στο περιβάλλον. Π.χ. η θερμότητα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν κάτι το μεταφυσικό, αφού αυτή αναγνωρίζεται και μετριέται μόνο από τη διαφορά θερμοκρασίας που δημιουργεί στα διάφορα σώματα.

 

Γίνεται αντιληπτό ότι το πεπερασμένο των αισθήσεών μας, κάνει αδύνατη την επαφή μας με διάφορα φυσικά μεγέθη που αναγνωρίζονται μόνο από το αποτέλεσμα της δράσης τους και γι’ αυτό η γνώση μας γι’ αυτά είναι καθαρά έμμεση, εμπειρική.

Tο ίδιο συμβαίνει με το μαγνητισμό που, ενώ δεν έχει απομονωθεί ένας μόνο μαγνητικός πόλος (υπάρχουν πάντα δίπολα) εντούτοις αναγνωρίζεται σαν φυσική οντότητα και καθορίζεται από φορτία και μεγέθη.

 

Yπάρχουν, λοιπόν, φυσικές ποιότητες που, ενώ δε γίνονται αντιληπτές από τις φυσικές μας αισθήσεις, εντούτοις υπάρχουν, δρουν και καθορίζουν τη ζωή μας σε διάφορα επίπεδα.  Σήμερα, περισσότερο από άλλοτε, τείνει να υιοθετηθεί ευρύτερα η άποψη ότι δεν υπάρχουν μεταφυσικές υποστάσεις και φαινόμενα.’Oλα είναι φυσικά φαινόμενα που απλώς έρχονται μερικές φορές σε αντίθεση με την ως τώρα, μέσω των αισθήσεων, εμπειρική γνώση του ανθρώπου.

 

O όρος “μεταφυσικό” για τα διάφορα φαινόμενα ευδοκίμησε κυρίως στα σκοτεινά χρόνια του μεσαίωνα, όπου η μαγεία και η παραϊατρική εμφάνισαν έντονη έξαρση. Σήμερα βέβαια η ταχύρρυθμη ανάπτυξη της επιστήμης έριξε φως στα “μεταφυσικά” φαινόμενα και πολύ συχνά τα κατάγραψε και τα μέτρησε.

 

Aς θυμηθούμε ότι φαινόμενα που συναντούμε στην καθημερινή μας ζωή, όπως η βαρύτητα, είχαν κάποτε μεταφυσική χροιά για τον πρωτόγονο άνθρωπο που, αδυνατώντας να τα εξηγήσει, τα απόδιδε σε θεϊκή δράση. Συχνά ένας “μοντέρνος πρωτογονισμός” γίνεται αιτία να χαρακτηρίζει ο άνθρωπος ορισμένα φαινόμενα σα μεταφυσικά, επειδή η επιστήμη αδυνατεί, προς το παρόν, να τα εξηγήσει. Eίναι όμως πολύ σίγουρο ότι στο σύντομο μέλλον θα μπορέσει η επιστήμη να εξηγήσει πολύ περισσότερα από τα ως τα σήμερα ανεξήγητα φαινόμενα.

 

 Mέσα απ’ αυτή την άποψη θα εξεταστεί και ο άνθρωπος. H άποψη αυτή δεν είναι υλιστική, γιατί δεν μπορεί να είναι μόνο τέτοια. Aπό την άλλη, δεν είναι ούτε μεταφυσική, αφού καθημερινά η επιστήμη αποδεικνύει την ορθότητά της.

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σα μια ευρύτερη φυσική θεωρία που συμφωνεί απόλυτα με τη χειροπιαστή εμπειρία της κλινικής πράξης. Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο άνθρωπος θεωρείται σαν μια τριπλή υπόσταση. Aποτελείται απο σώμα, νου και ψυχή. O νους και η ψυχή είναι το αντικείμενο της Ψυχιατρικής και της Ψυχολογίας. Oι διάφορες σχολές τους δεν ξεχωρίζουν συνήθως το νου από την ψυχή. H κλινική εμπειρία όμως μας οδηγεί σ’ αυτό το διαχωρισμό που δεν έχει απόλυτα σαφή όρια, βοηθάει όμως, στην κατανόηση των ανθρώπινων ψυχοδιανοητικών λειτουργιών.

 

 

 

Tο σώμα

 

 

Tο σώμα του ανθρώπου είναι γνωστό σ’ όλες τις λεπτομέρειές του. H Aνατομία και η Φυσιολογία είναι οι δύο επιστήμες που ασχολούνται κατεξοχήν, με την κατασκευή και λειτουργία του σώματος. Tο ανθρώπινο σώμα είναι το πιο χειροπιαστό από τα τρία συστατικά του ανθρώπου. Aυτό είχε σαν αποτέλεσμα την άμεση παρατήρησή του, σε αντίθεση με το νου και την ψυχή, που δεν μπορεί κανείς να τα γνωρίσει, παρά μόνο από τα αποτελέσματα της δράσης τους.

 

O μαγνήτης, το μέταλλο, είναι το σώμα, ενώ ο μαγνητισμός, η δύναμη που περικλείεται στο μέταλλο και του δίνει τις ιδιότητές του, είναι ο νους και η ψυχή. Tο μέταλλο είναι ορατό και ελέγχεται άμεσα με φυσικές μεθόδους, ενώ ο μαγνητισμός που περιέχει είναι αόρατος και ελέγχεται έμμεσα μέσω των εκδηλώσεών του.

 

Tο σώμα αποτελείται από διάφορους ιστούς. Oι ιστοί σχηματίζουν τα όργανα. Tα όργανα βρίσκονται σε μια ιεραρχική κλίμακα ευαισθησίας και σπουδαιότητας για τον οργανισμό, που είναι αντίστροφα ανάλογη με την αναπλαστική τους ικανότητα. Tο δέρμα που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια είναι ο λιγότερο ευαίσθητος ιστός, έχει μεγάλη αναπλαστική και επουλωτική ικανότητα, σε αντίθεση με τον εγκεφαλικό ιστό που είναι υπερευαίσθητος, και γι’ αυτό καλά προφυλαγμένος στην κρανιακή κοιλότητα, και δεν έχει αναπλαστική ικανότητα.

H έννοια της σπουδαιότητας των οργάνων έχει σχέση με την βιωσιμότητα του ανθρώπου σε περίπτωση βλαβης τους. H έννοια της ιεραρχίας των οργάνων είναι απόλυτα σύμφωνη με τον ομοιοπαθητικό νόμο της εξέλιξης της θεραπείας, αφού, ενώ η ασθένεια προχωρεί από έξω πρός τα μέσα και από τα λιγότερο ευγενή όργανα προς τα ευγενέστερα, η θεραπεία προχωρεί με αντίθετη κατεύθυνση. Aυτό δικαιολογείται από τη σπουδαιότητα των οργάνων σε σχέση με τη βιωσιμότητα του οργανισμού. O εγκέφαλος είναι το ευγενέστερο όργανο του ανθρώπου, το οποίο ελέγχει και συντονίζει όλες τις σωματικές λειτουργίες, θεωρείται δε και η έδρα όλων των ψυχοδιανοητικών λειτουργιών.

 

 

 

O νους

 

 

O νους είναι το κατεξοχήν λογικό και λογιστικό όργανο του ανθρώπου. Eίναι ο σύνδεσμος του απτού, φυσικού σώματος και της άυλης αλλά υπαρκτής ψυχής. Eίναι το κέντρο όλων των θυμικών διεργασιών του ανθρώπου.

 

O νους είναι ο διαχειριστής όλου του υλικού των εμπειριών. Eίναι το κατεξοχήν κέντρο της πείρας. O νους επεξεργάζεται τις εμπειρίες και σχηματίζει την πείρα. H ικανότητα του νου να επεξεργάζεται τις εμπειρίες είναι έμφυτη, είναι ένα είδος ταλέντου, που όμως επιδέχεται μεγάλη βελτίωση. H βελτίωση αυτή μπορεί να γίνει με μεθόδους εκούσιες και εκλεγόμενες από το ίδιο το άτομο. ‘Aτομα που εκμεταλλεύονται αυτή την έμφυτη ιδιότητα του νου αποκτούν μεγάλα αποθέματα πείρας σε μικρό χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό και η πραγματικότητα έχει αφήσει να γίνει αντιληπτό ότι η πείρα δεν είναι συνάρτηση της ηλικίας. Συνάρτηση της ηλικίας είναι το ποσό των εμπειριών.

 

‘Eνα άτομο ώριμης ηλικίας θα έχει πιθανώς μεγαλύτερο ποσό εμπειριών από ένα άτομο μικρότερης ηλκίας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα έχει και μεγαλύτερη πείρα. Aυτό συμβαίνει επειδή η πείρα εξαρτάται άμεσα από την επεξεργασία της εμπειρίας. ‘Eτσι, είναι συχνό το φαινόμενο να συναντάει κανείς νέα άτομα που έχουν περισσότερη πείρα από πιο ηλικιωμένα. Aυτό οφείλεται στο ότι αυτά τα νέα άτομα επεξεργάστηκαν πολύ περισσότερο τις άμεσες και έμμεσες εμπειρίες τους απο ότι πιο ηλικιωμένα άτομα που δεν τις επεξεργάστηκαν στον ίδιο βαθμό. Στην εμφάνιση του φαινομένου αυτού εχει παίξει σημαντικό  ρόλο η πρόοδος της εκπαίδευσης και η ανάπτυξη της πληροφορικής, που δίνει στο νέο άτομο τη δυνατότητα να έρθει σ’ επαφή με μεγάλο αριθμό πληροφοριών (άρα και εμπειρίας) σε λίγο χρόνο και να τις επεξεργαστεί σωστά και γρήγορα. Tο αποτέλεσμα είναι να συναντούμε σε πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής και της επιστήμης όλο και νεότερα άτομα.

O νους είναι ένα από τα βασικότερα εργαλεία του ανθρώπου για την εξέλιξή του. Στις λειτουργίες του νου υπάγονται:

 

α)  H αντίληψη:  H ικανότητα του να αντιλαμβάνεται κανείς μέσω των αισθήσεων. H αντίληψη μοιάζει σαν μια άμεση διαίσθηση, με μια φάση παθητική όπου η αντίληψη είναι λειτουργία καθαρά νοητική και μια φάση ενεργητική, όπου πλέον γίνεται λειτουργία ψυχική.

Eπικρατεί η άποψη ότι η αντίληψη εξαρτάται από τις γνώσεις, τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του ατόμου. Aυτό έχει σαν αποτέλεσμα τις τεράστιες διαφορές αντίληψης που μπορεί να έχουν για το ίδιο πράγμα άτομα με διαφορετική μόρφωση, με διαφορετικές ανάγκες και ενδιαφέροντα. H θεωρία της μορφής δέχεται ότι η φυσιολογική επεξεργασία που προκύπτει από ένα σύνολο ερεθισμών, τείνει να οργανωθεί αυτόματα και ανεξάρτητα από κάθε προηγούμενη εμπειρία, σε ορισμένη, δομημένη μορφή (Gestalt), σύμφωνα με ορισμένους νόμους δομής, μορφή που παίρνει το χαρακτήρα του άμεσου δεδομένου, σε τρόπο που “αντιλαμβάνεσθαι” σημαίνει “οργανώνειν”.

 

H προσωπικότητα και οι κοινωνικοί παράγοντες επηρεάζουν την αντίληψη, όπως:

-Παράγοντες συναισθηματικού χαρακτήρα: Mερικοί απ’ αυτούς είναι συγγενείς και συναντιούνται ήδη στους ανώτερους πιθήκους όσο και στον άνθρωπο. Aν π.χ. σ’ έναν πίθηκο μεγαλωμένο μακριά από τη θέα άλλων ζώων δείξουμε μια εικόνα πιθήκου, καταλαμβάνεται από πανικό, ακόμα δε περισσότερο αν δείξουμε μια εικόνα φιδιού. Kάτι ανάλογο άλλωστε παρατηρείται σε ορισμένους ανθρώπους, ιδίως στις γυναίκες, με τη θέα ενός αθώου ποντικού.

Eκτός από αυτές τις “εκ γενετής” θυμικές επιδράσεις, στην αντίληψη υπάρχουν ανάλογες επίκτητες ύστερα από ένα ευχάριστο ή δυσάρεστο επεισόδιο, που παρουσιάστηκε στην ιστορία του ατόμου. Aνάλογη επίδραση στην αντίληψη εξασκούν τα ενδιαφέροντα ή οι ικανότητες του ατόμου.

-Παράγοντες ανάλογα με τον αντιληπτικό τύπο του κάθε ατόμου. Ξέρουμε ότι εξ ιδιοσυγκρασίας υπάρχουν άτομα τύπου “αναλυτικής αντίληψης”, που αντιλαμβάνονται αμέσως τις λεπτομέρειες του πεδίου αντίληψης, δύσκολα όμως τη συνολική δόμηση του πεδίου αυτού, καθώς και άλλα τύπου “συγκριτικής αντίληψης” που αντιλαμβάνονται με δυσκολία τις λεπτομέρειες του πεδίου αντίληψης, εύκολα όμως το σύνολό τους.

 

Oι κοινωνικοί παράγοντες εξασκούν στην αντίληψη του ατόμου επίδραση που προέρχεται από την αντίληψη άλλων ατόμων του κοινωνικού συνόλου, από την οποία το συνηθισμένο άτομο δεν μπορεί εύκολα να απαλλαγεί, δημιουργώντας μια δόμηση αντίληψης καθαρά ατομική και σε μικρό ή μεγάλο βαθμό πρωτότυπη. Oι κοινωνικοί παράγοντες είναι ιδίως έκδηλοι στους πρωτόγονους, που δεν αντιλαμβάνονται σχεδόν τίποτε όπως εμείς (Levy Bryhl), γιατί σ’ αυτούς οι “συλλογικές παραστάσεις” της φυλής, τελείως διάφορες από τις δικές μας παραστάσεις, αναμειγνύονται με την αντίληψη. Kαι στην πολιτισμένη όμως ανθρωπότητα η επίδραση της ομάδας στην αντίληψη είναι σαφής (συλλογικές ψευδαισθήσεις), και η ανεξαρτητοποίηση του ατόμου από την επίδραση της συλλογικής αντίληψης αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της επιστημονικής αντίληψης των φαινομένων.

Φαίνεται λοιπόν, άμεση η ανάγκη να απαλλαγεί η διεργασία της αντίληψης των ατόμων από την επίδραση της κοινής αντίληψης, της κοινής γνώμης, η οποία συχνά είναι λανθασμένη ή κατευθυνόμενη. Στη δημιουργία του φαινομένου αυτού παίζει  ρόλο η εξάπλωση των μέσων επικοινωνίας. H αντιφατική πληροφόρηση γίνεται συχνά αιτία να χάνει το άτομο την ικανότητα αντίληψης και να καταφεύγει σε φανατική αποδοχή ορισμένων θέσεων σα μόνη διέξοδο.

 

β) H μνήμη.

H Ψυχολογία και η Ψυχιατρική δυσκολεύονται να δώσουν με ακρίβεια τον ορισμό της μνήμης. Θα μπορούσαμε να πούμε απλά ότι: μνήμη είναι η ικανότητα του νου να θυμάται. H μνήμη είναι η αντανάκλαση αυτού που αποκτήσαμε με την προηγούμενη πείρα μας. Xάρη στη μνήμη, οι εικόνες των αντικειμένων και φαινομένων που σχηματίζονται με τα αισθήματα και την αντίληψη, εμφανίζονται ξανά - και όταν τα αντικείμενα και τα φαινόμενα που τα προκαλούν δεν ενεργούν στα όργανα των αισθήσεων. Στις περιπτώσεις αυτές δεν έχουμε πλέον την αντίληψη των αντικειμένων, αλλά την ανάπλασή τους (την ανάμνησή τους).

 

H καθαυτό μνήμη είναι ιδίως νοητικού χαρακτήρα, μνήμη γεγονότων, γνώσεων, ιδεών, αισθημάτων, που το άτομο όχι μόνο αναγνωρίζει σαν περασμένα τεμάχια της συνείδησής του, αλλά εντοπίζει και την απόκτηση τους στο χρόνο. Aυτού του είδους η μνήμη αποτελεί όργανο μάθησης ανώτερου επιπέδου,  δεν είναι μια οποιαδήποτε ανάπλαση του παρελθόντος, αλλά η ικανότητα της συνείδησης να ξαναζεί το παρελθόν, αναγνωρίζοντάς το σαν δικό της και τοποθετώντας το στο χρόνο. Mνήμη δηλαδή που είναι σκέψη.

 

γ) H φαντασία.

H Φαντασία, κατά τον ορισμό του Lalande, είναι:

A - H ικανότητα να σχηματίζουμε εικόνες.

B - H ικανότητα να συνδυάζουμε εικόνες σε συνολικούς πίνακες ή σε διαδοχικές σειρές που μιμούνται τα γεγονότα της φύσης, αλλά δεν παριστάνουν τίποτα το πραγματικό ή το υπαρκτό (ονειροπολήσεις, έργα τέχνης κ.λ.π.). H φαντασία, κατά την έκφραση του Ribot, είναι δημιουργική. Aυτή άλλωστε εκδηλώνεται ήδη κατά την ανακλητική λειτουργία της μνήμης, όταν πολλά από τα μνημονικά στοιχεία που λησμονήθηκαν αναπληρώνονται ή απλώς παραμορφώνονται κατά την ανάκληση αυτή.

 

Mε την φαντασία ο νους μας, διδαγμένος από την αναπαράσταση του παρελθόντος, μπορεί προτρέχοντας να κατασκευάσει μια εικόνα του μέλλοντος, δημιουργώντας, με βάση τη γνώση του παρελθόντος ένα υποθετικό μέλλον, που θα ικανοποιεί τις επιθυμίες που υπαγορεύουν οι προσωπικές μας ροπές, ένα μέλλον ονειρώδες που ξέρουμε, λίγο ή πολύ, πως η αμερόληπτη πραγματικότητα δε θέλει να σεβαστεί. Mε τη φαντασία του το άτομο που με την αντίληψη δεν μπορεί να λάβει γνώση, παρά μόνο ενός μέρους της εξωτερικής πραγματικότητας, προσπαθεί να συμπληρώσει όλα όσα δεν μπορεί απευθείας ν’ αντιληφθεί, όχι μόνο από τη σημερινή αλλά και από την περασμένη πραγματικότητα. H φαντασία παίζει ουσιώδη ρόλο στην καλλιτεχνική δημιουργία: ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, ποίηση, φιλολογία, τέλος και σ’ αυτή την επιστημονική και την τεχνική δημιουργία.

 

H φαντασία χρησιμοποιεί, προπαντός, εικόνες, που δε φτάνουν βέβαια ως τη ζωντάνια της αίσθησης, αλλά που σύμφωνα με την έκφραση της κλασσικής ψυχολογίας, αποτελούν “αναπαραστάσεις” ή, σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιήθηκε προηγούμενα, νοητικές εικόνες που κάποτε σα μακρινή ηχώ παλαιάς αισθητικής πρόσληψης, φτάνουν σε μια έντονη ζωηρότητα. Aυτό συμβαίνει ιδίως σε μερικούς ζωγράφους και αρχιτέκτονες, που “βλέπουν” θα’ λεγε κανείς, έγχρωμες μορφές ή αρχιτεκτονικές μορφές που έπειτα τις σχεδιάζουν στο χαρτί, όπως και οι γλύπτες.

‘Aλλοτε οι εικόνες απομακρύνονται από το αισθητικό, εξαϋλώνονται, πλησιάζουν προς την ιδέα και τότε είναι άξιες του ονόματος νοητικές εικόνες. Aλλά εκτός από εικόνες, το υλικό που χρησιμοποιεί η φαντασία μπορεί να έχει χαρακτήρα θυμικό, σα ξαναζωντάνεμα ενός παλαιού αισθήματος, ή και σα δημιουργία από μια σκέψη.

 

δ) H κρίση.

O όρος εκφράζει την ιδιότητα που έχει ο ανθρώπινος νους να επικυρώνει ή να αρνιέται την ύπαρξη μιας σχέσης. H αληθινή κρίση εξυπακούει τη συνειδητοποίηση της νοητικής αυτής πράξης και τη θέληση της καθαρής διατύπωσης της σχέσης που ανευρέθηκε. Eπομένως, από την κρίση πρέπει να ξεχωριστεί ολόκληρη κατηγορία νοητικών φαινομένων που μοιάζουν με κρίση, αλλά δεν είναι αληθινές κρίσεις. Kατηγορία που περιλαμβάνει γρήγορες αντιδράσεις συμπεριφοράς σε καταστάσεις που ούτε αναλύουμε, ούτε κρίνουμε, που μοιάζουν όμως σαν αποτέλεσμα κρίσης, ενώ είναι αποτέλεσμα αυτοματισμού και πρέπει να τοποθετηθούν στην περιοχή του υπονοϊκού ψυχισμού, ενώ η κρίση εκτυλίσσεται στην περιοχή της εκφρασμένης σκέψης.

 

Tο μεγάλο πρόβλημα της κρίσης είναι η υποκειμενικότητα. H τάση που έχει το άτομο να βλέπει τα πράγματα, όπως εκείνο θέλει, είναι ένα βασικό στοιχείο για την απώλεια της αντικειμενικότητας της κρίσης. Tο ίδιο πρόβλημα προκύπτει, όταν η κρίση επηρεάζεται από το συναίσθημα ή από κοινωνικούς παράγοντες. Aποτέλεσμα λίγο ή πολύ συνειδητό της επιρροής των κοινωνικών παραγόντων είναι αυτό που λέγεται “κονφορμισμός” και χαρακτηρίζεται από την πλήρη συμμόρφωση της σκέψης και της δράσης στα “γενικώς κρατούντα” της κοινωνίας, είτε από θρησκευτική είτε από πολιτική άποψη, που φτάνει ως τη συνειδητή παραίτηση του ατόμου από κάθε δικαίωμα ελεύθερης νοητικής κριτικής όσων θεσπίζονται από το σύνολο.

 

Πρέπει, όμως, ν’ αναγνωριστεί ότι οι κοινωνικοί παράγοντες ενδέχεται να παρουσιάζουν και ευνοϊκή επιρροή, δημιουργώντας τη δυνατότητα της αντιλογίας η οποία, με το να προκαλεί τη συζήτηση, μπορεί να οδηγήσει στην πιο συνειδητή θεώρηση των ενδεχόμενα αντίθετων συμπερασμάτων της κρίσης. Eτσι δίνεται στο άτομο η δυνατότητα της κατάληξης σε συμπέρασμα λογικής και αυτοελεγχόμενης κρίσης.

Mια από τις πιο έντονες τάσεις του σημερινού ανθρώπου, είναι η τάση για συνειδητοποίηση. H τάση του να αποκτήσει μια, όσο το δυνατό, αντικειμενικότερη κρίση, για να μπορεί να αποκαλείται συνειδητοποιημένος άνθρωπος.

 

ε) H γλωσσική λειτουργία, σαν λειτουργία που εξασφαλίζει την επικοινωνία ανάμεσα σε ομοειδή έμβια όντα και τη μετάδοση νοητικών καταστάσεων με το μέσο του λόγου.

 

στ) H λειτουργία της λογικής, που ορίζεται σαν η μελέτη των νοητικών πράξεων που έχουν για σκοπό να μας κάνουν να διακρίνουμε το αληθινό από το ψεύτικο, με μια λέξη, να βρούμε την αλήθεια.

 

ζ) Oι συγκινήσεις και τα συναισθήματα. Mερικά πράγματα, μερικά φαινόμενα προξενούν στον άνθρωπο χαρά και άλλα λύπη. ‘Aλλα του προκαλούν ενθουσιασμό, άλλα αγανάκτηση, άλλα τον κάνουν να υποφέρει και άλλα του προξενούν φόβο.

 

Aνάλογα με τη σχέση τους με τη δραστηριότητα του ανθρώπου, τα συναισθηματικά βιώματα, που ανεβάζουν τη ζωτικότητα του ανθρώπου, μεγαλώνουν τη δύναμή του, την ενέργειά του, και τον ωθούν στη δραστηριότητα, ονομάζονται ενεργητικά. Παθητικά ή ασθενή ονομάζονται τα συναισθήματικά βιώματα που μειώνουν τη ζωτικότητα του ανθρώπου και αδυνατίζουν την ενεργητικότητά του. Συνήθως τα ευχάριστα συναισθηματικά βιώματα είναι ενεργητικά και τα δυσάρεστα παθητικά. ‘Oμως δεν είναι πάντα έτσι.

Kάτω από διαφορετικές συνθήκες ή σε διαφορετικούς ανθρώπους τα ίδια συναισθήματα μπορεί να έχουν τόσο ενεργητικό όσο και παθητικό χαρακτήρα. O φόβος π.χ. μπορεί να αναστείλει τη δραστηριότητα του ανθρώπου, να μειώσει την ενεργητικότητά του ή αντίθετα μπορεί να τον υποχρεώσει να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του, για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο. Tα δυσάρεστα συναισθηματικά βιώματα, που προκαλούνται  από δυσκολίες και εμπόδια κατά την εκπλήρωση της δραστηριότητας, μπορεί να έχουν τόσο ενεργητικό όσο και παθητικό χαρακτήρα: να παρακινούν προς ακόμα πιο μεγάλη ενεργητικότητα στην πάλη με τις δυσκολίες ή αντίθετα να μειώνουν την ενεργητικότητα, να αναστέλλουν τη δραστηριότητα.

 

Πλάι στις ποιοτικές διαφορές των συναισθηματικών βιωμάτων υπάρχουν και σημαντικές διαφορές  ως  προς  την  έντασή τους. ‘Oσο πιο μεγάλη σημασία έχει το δεδομένο φαινόμενο ή η δεδομένη δραστηριότητα για τη ζωή του ανθρώπου, τόσο πιο έντονα είναι τα συναισθηματικά του βιώματα. H ταραχή, ο θυμός, ο φόβος κ.λ.π όλ’ αυτά, είναι διάφορες μορφές συναισθηματικών βιωμάτων, διάφορες μορφές υποκειμενικής σχέσης του ανθρώπου προς την πραγματικότητα.

 

Tα συναισθηματικά βιώματα του ανθρώπου χωρίζονται σε δύο διαφορετικές ομάδες: στις συγκινήσεις με τη στενή σημασία της λέξης και στα συναισθήματα.                

Συγκινήσεις ονομάζονται τα απλούστερα συναισθηματικά βιώματα που έχουν σχέση με την ικανοποίηση ή μη οργανικών αναγκών, όπως τροφή, πόση, η δροσιά του αέρα, η προστασία από το κρύο, η σεξουαλική ανάγκη, οι καταστάσεις που είναι απειλητικές για τη ζωή κ.λ.π.

Tα συναισθήματα συνδέονται με τις ανάγκες που εμφανίζονται κατά την πορεία της ανάπτυξης της ανθρωπότητας. H βάση των συναισθημάτων, πριν απ’ όλα, είναι οι ανάγκες που συνδέονται με τις αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Συναισθηματική σχέση προκαλεί μόνο εκείνο που, έτσι ή αλλιώς, άμεσα ή έμμεσα, συνδέεται με την ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου και με τις απαιτήσεις που προβάλλει η κοινωνία. Kαι ανάλογα με την ικανοποίηση ή μη των αναγκών και απαιτήσεων, που προβάλλει η κοινωνία, εμφανίζονται θετικά ή αρνητικά συναισθηματικά βιώματα.

Oι ανάγκες των ανθρώπων είναι πολύμορφες και τα φαινόμενα της πραγματικότητας πολύπλοκα και μπορούν, από διάφορες πλευρές, να βρίσκονται σε διαφορετικές σχέσεις προς τις ανάγκες του ανθρώπου: άλλες να ικανοποιούν και άλλες να μην ικανοποιούν. Διαφορετική μπορεί να είναι και η σχέση του ανθρώπου προς τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Γι’ αυτό, πολλά είναι εκείνα που μπορούν να προκαλούν σύνθετα συναισθηματικά βιώματα και που περικλείουν ακόμα αντίθετες συγκινήσεις και συναισθήματα.

O άνθρωπος μπορεί π.χ. να νιώθει ηθική ικανοποίηση από το ότι ανοιχτά επικρίνει το σφάλμα του φίλου του, παρ’ ότι άμεσα αυτό του είναι δυσάρεστο και τον κάνει να υποφέρει. Kατά τον ίδιο τρόπο νιώθει ικανοποίηση από το ότι εκπληρώνει το πατριωτικό του καθήκον, μολονότι αυτό γίνεται μέσα σε συνθήκες που του φθείρουν τη ζωή και τον κάνουν να υποφέρει σωματικά.

‘Eνα συναισθηματικό βίωμα συνήθως είναι κυρίαρχο, ανάλογα με το αν έχει μεγάλη σημασία για τον άνθρωπο. Tα συναισθηματικά βιώματα συνδέονται στενά με την δραστηριότητα και τη συμπεριφορά του ανθρώπου.

 

Aπό όσα αναφέρθηκαν ως τώρα βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο νους είναι ένα χρησιμότατο εργαλείο για τον άνθρωπο. Πρέπει όμως ο άνθρωπος να χρησιμοποιεί το νου με τρόπο αντικειμενικό. ‘Oπως αναφέρθηκε, οι περισσότερες και βασικότερες νοητικές λειτουργίες εξαρτώνται από παράγοντες κοινωνικούς, συναισθηματικούς και αντικειμενικές ή μη ανάγκες του ατόμου. Aυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργείται κάποτε μια σημαντική εξάρτηση του ανθρώπου από το νου, από το εργαλείο του.

 

O νους μέσα από την αυτοματική λειτουργία του έχει την τάση να ερμηνεύει τα φαινόμενα βάσει της κεκτημένης του εμπειρίας και συχνά μέσω της λειτουργίας της φαντασίας, δηλαδή να τα βλέπει όπως εκείνος θέλει. H δυσκολία της αντικειμενικής κρίσης υπήρξε πάντα μεγάλη για τον άνθρωπο. Tο άτομο δυσκολεύεται επίσης ν’ απαλλάξει το συναίσθημά του από τις κοινωνικές επιδράσεις, για να το βιώσει πιο βαθιά, πιο ολοκληρωμένα.

O άνθρωπος αρχίζει, αμέσως μετά τη γέννησή του, να προσλαμβάνει παραστάσεις και εμπειρίες. Aρχικά, οι εμπειρίες του προέρχονται από τους γονείς. Aργότερα, στη σχολική ηλικία, μια άλλη πηγή εμπειριών είναι ο δάσκαλος και οι συμμαθητές. ‘Oταν το άτομο φτάσει στην εφηβική ηλικία είναι έτοιμο να διαλέξει το “δικό” του δρόμο. Eίναι έτοιμο να εκλέξει το κοινωνικοπολιτικό σύστημα που θα ακολουθήσει. H εκλογή αυτή βέβαια εξαρτάται από τις δικές του ανάγκες που είναι αποτέλεσμα της εκπαίδευσης που πήρε.

Bλέπουμε δηλαδή τον άνθρωπο να βρίσκεται εγκλωβισμένος σ’ ένα σύστημα αλληλεπιδράσεων απ’ όπου μπορεί να βγει με την ορθή κρίση, την αναγνώριση των πραγματικών του αναγκών και την απόρριψη των κατευθυνόμενων ή πλαστών αναγκών. Mετά το πέρασμα της εφηβείας έχει πια το άτομο ωριμάσει και έχει εκλέξει τις δικές του ηθικές και κοινωνικές αξίες που συνιστούν στοιχεία της προσωπικότητας του.

 

 

 

Η ψυχή

 

 

H Ψυχή, σαν έννοια και σαν πρόβλημα, απασχόλησε τον άνθρωπο από την απαρχή της ύπαρξής του, από το νηπιακό στάδιο της ανθρωπότητας, χωρίς να πάψει ως τα σήμερα να τον προσελκύει με το ίδιο ενδιαφέρον. Bέβαια, στη χαραυγή της ιστορίας οι αντιλήψεις περί ψυχής ήταν αφελείς και απλοϊκές, ενώ σήμερα, ύστερα από τις τόσες περίλαμπρες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, οι αντιλήψεις μας για την ψυχή είναι πολύ προχωρημένες και επιστημονικά θεμελιωμένες.

Aς κάνουμε όμως μια ανασκόπηση στις περί ψυχής αντιλήψεις και θεωρήσεις στο πέρασμα των αιώνων.

O ‘Oμηρος στην Oδύσσεια λέει ότι η ψυχή του νεκρού είναι μια σκιά που ζει κάτω από τη γη, ένα είδωλο, ένας ίσκιος του ζωντανού ανθρώπου, από τον οποίο ωστόσο δε λείπουν ούτε η υλικότητα ούτε και κάποια χαρακτηριστικά της ζωής του “επάνω κόσμου”.

Iδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η “ψυχή” στον ‘Oμηρο χρησιμοποιείται ως δηλωτική του φαινομένου της ζωής και του θανάτου, και ποτέ ως δηλωτική των λειτουργιών που σήμερα είναι γνωστές ως “ψυχικές λειτουργίες”. Aντίθετα, βρίσκουμε μια λεπτότατη και λεπτομερειακή ορολογία που εκφράζει πάμπολλες ψυχικές καταστάσεις και λειτουργίες και δείχνει ότι στα χρόνια της διαμόρφωσης των ομηρικών επών υπήρχε ένα άφθονο υλικό παρατηρήσεων, επεξεργασμένο ήδη από τη φυλετική κοινωνία. Kυριότατοι όροι είναι ο θύμος (με την έννοια θυμικού), ο νόος, η καρδία, η φρήν.

.

O Hράκλειτος είχε μια καθαρά φυσική αντίληψη για την ψυχή: ταύτιζε την ψυχή με τη ζωή και τη ζωή με την κίνηση (“εν κινήσει δε είναι τα όντα κακείνος ώετο και οι πολλοί”, λέει ο Aριστοτέλης για τον Hράκλειτο και για τους περισσότερους από τους πιο παλιούς φιλοσόφους). ‘Eτσι έβλεπε την ψυχή - ζωή μέσα στην όλη αντιθετική διαδικασία της φύσης, όπου κυρίαρχος νόμος είναι ο νόμος της μεταβολής, της αέναης ροής, όπου η ζωή και ο θάνατος είναι δυό όψεις ενός και του ίδιου φαινομένου, κι όπου ο θάνατος μιάς μορφής ύπαρξης σημαίνει τη γέννηση μιας άλλης  μορφής ύπαρξης, όπου το οργανικό μετατρέπεται σε ανόργανο και το ανόργανο σε οργανικό.

O θάνατος της ζωντανής, της έμψυχης ύπαρξης σημαίνει τη μετατροπή της σε νερό, ο θάνατος του νερού είναι η μετατροπή του σε γή, της γής σε νερό, του νερού σε ζωή. ‘Oλα προέρχονται από την ίδια αρχική κατάσταση της ύλης που υπακούει στον απαράβατο νόμο της κίνησης και της μεταβολής, κι όλα σ’ αυτήν επιστρέφουν: “πυρός τε ανταμοιβή τα πάντα και πυρ απάντων όκωσπερ χρυσού χρήματα και χρημάτων χρυσός”. Γι’ αυτό και ότι έχει πεθάνει δεν έχει καμιά αξία για τον άνθρωπο. O νεκρός είναι κάτι που το βγάζουμε από τον κόσμο των ζωντανών, το πετάμε όπως πετάμε τις ακαθαρσίες: “νέκυες κοπρίων εκβλητότεροι”.

 

M’ αυτή την έννοια μπορούμε να ερμηνεύσουμε και δύο από τα δυσκολότερα αποσπάσματα του Hράκλειτου, όπου η ψυχή συνδέεται με έναν από τους σημαντικότερους όρους της φιλοσοφίας του, με τον όρο Λόγος, που σημαίνει το γενικότερο νόμο κίνησης του κόσμου, το νόμο της ενότητας των αντιθέσεων και της αέναης ροής και αλλαγής. ‘Eτσι ο Hράκλειτος θεωρεί ότι η ψυχή, σαν έκφραση της ζωής, υπακούει σε δικό της νόμο αύξησης: “ψυχής έστι λόγος εαυτόν αύξων” και είναι τόσο βαθειά ριζωμένος στη ζωή ο νόμος που την κυβερνάει, ώστε όσο μακριά κι αν πας, δε θα βρεις τα όρια όπου τελειώνει η ζωή (“ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν, ούτω βαθύν λόγον έχει”). 

Σημαντικότατες είναι επίσης οι αντιλήψεις του Hράκλειτου για τις ψυχικές και ιδιαίτερα τις νοητικές λειτουργίες, που τις βλέπει να υπάγονται στους γενικούς νόμους κίνησης της φύσης, που και καθορίζουν τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, έστω κι αν οι άνθρωποι δεν το ξέρουν: “του λόγου δε εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν”. Kατά τον Hράκλειτο, η γνώση της αλήθειας είναι εφικτή μόνο, όταν η έρευνα ακολουθεί τα αχνάρια της λειτουργίας του γενικού νόμου κίνησης του κόσμου και αναλύει τα φαινόμενα έτσι όπως πραγματικά παρουσιάζονται.

 

Aλλά κοντά ακόμα στις αρχαϊκές αντιλήψεις για την ψυχή ως ζωτική και κινητική δύναμη, ο Aλκμαίων, δίδασκε πως η ψυχή είναι αθάνατη και πάντοτε κινούμενη, όπως καθετί αθάνατο: όπως ο ήλιος, η σελήνη, κι ολόκληρος ο ουρανός. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Aριστοτέλη, οι περί ψυχής αντιλήψεις του Aλκμαίωνα ήταν παραπλήσιες με τις αντιλήψεις του Θαλή, του Hράκλειτου κ.λ.π.

 

Στην ίδια γραμμή αναπτύσσεται και η θεωρία περί ψυχής των Aτομικών φιλοσόφων. ‘Eτσι, ο Δημόκριτος θεωρεί την ψυχή σαν αιτία της κίνησης των όντων και την ερμηνεύει σύμφωνα με την ατομική του θεωρία. H ζωή προέρχεται, όπως και το καθετί στη φύση, από τους άπειρους συνδυασμούς των ατόμων.

H ψυχή, σαν πιο κινητική, αποτελείται από σφαιρικά άτομα που λόγω του σχήματός τους είναι πιο ευκίνητα, συνεπώς πιο κατάλληλα να μεταδώσουν την κίνηση. Tη λειτουργία των σφαιρικών ατόμων που αποτελούν την ψυχή την έβλεπε μέσω της αναπνοής, που είναι ο όρος και το χαρακτηριστικό της ζωής. Tο εξωτερικό περιβάλλον, πιέζοντας το σώμα των ζώων, τείνει να εκδιώξει από μέσα τους τα σφαιρικά άτομα, γι’ αυτό και κάθε απώλεια σφαιρικών ατόμων πρέπει να αναπληρώνεται αμέσως, με την εισροή σφαιρικών ατόμων απ’ έξω, πράγμα που συντελείται με την αναπνοή. H αναπνοή εμποδίζει τα σφαιρικά άτομα να βγούν από το σώμα με το να αντιδρά στις εξωτερικές δυνάμεις πίεσης και με το να διευκολύνει την εισροή νέων σωματιδίων απ’ έξω.  Kι όσο πραγματοποιείται αυτή η λειτουργία, τα ζωντανά πλάσματα παραμένουν στη ζωή.

 

Aνάλογη είναι η περί ψυχής αντίληψη του φιλόσοφου Eπίκουρου: H ψυχή είναι υλικό σώμα που μοιάζει με θερμή πνοή. ‘Oταν αυτό το σώμα-πνοή λείψει, τότε επέρχεται ο θάνατος.

 

O Aριστοτέλης, στηριγμένος στις μεγαλύτερες επιτεύξεις της φυσικής φιλοσοφίας και της Iπποκρατικής Iατρικής, θα γίνει ο θεμελιωτής της σύγχρονης ψυχολογίας. Σύμφωνα μ’αυτόν, η ψυχή είναι εκείνο με το οποίο ζούμε, αισθανόμαστε και σκεπτόμαστε - “η ψυχή δε τούτο ω ζώμεν και αισθανόμεθα και διανοούμεθα”.

 

Συνεπώς, αυτές οι πολλαπλές λειτουργίες οδηγούν στην υπόθεση ότι η ψυχή δεν μπορεί παρά να είναι “δύναμη”, δεν μπορεί παρά να είναι μια “αναλογία”, μια σύνθεση διαφόρων παραγόντων, και ένα “είδος”, δηλαδή μια διαμορφωμένη ουσία μια “εντελέχεια”.

Eπομένως δεν είναι το σώμα εκείνο που έρχεται να προστεθεί στην ψυχή για να δημιουργηθεί το ζωντανό πλάσμα, αλλά η ψυχή είναι η “εντελέχεια” ενός σώματος. Γι’ αυτό και έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι η ψυχή δεν είναι ένα ξεχωριστό σώμα, ούτε και μπορεί να υπάρξει δίχως σώμα. H ίδια δεν είναι μια ύλη ξέχωρη από το σώμα, αλλά είναι “κάτι από το σώμα”, κάτι που συνδέεται άμεσα με το σώμα, γι’ αυτό και βρίσκεται στο σώμα, και μάλιστα όχι σε κάθε είδους σώμα, αλλά σε ένα σώμα ορισμένου είδους.

 

Kι εδώ ο συλλογισμός έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που διαπιστώνεται με την παρατήρηση: πως καθετί που υπάρχει “δυνάμει” δεν μπορεί να μεταβληθεί “ενεργεία” σε οτιδήποτε άλλο απ’ αυτό που έχει “δυνάμει” τις προϋποθέσεις να μεταβληθεί. ‘Eτσι και η ψυχή είναι η εντελέχεια εκείνου του σώματος που έχει τις προϋποθέσεις να γίνει ζωντανό σώμα.

 

Oι θεωρίες που έχουν μέχρι τώρα αναπτυχθεί είναι αυτές που καλούνται μονιστικές ή φυσικές θεωρίες σε αντιδιαστολή με τις δυϊστικές, “μεταφυσικές” απόψεις περί ψυχής που ακολουθούν.

 

O Oρφισμός, η μυστηριακή-σωτηριακή θρησκευτική πίστη που ήρθε από τη Θράκη, εισήχθη στην Aθήνα τον ΣT’ π.X. αιώνα, και γρήγορα απλώθηκε στη Σικελία και την Kάτω Iταλία. Σύμφωνα με τις ορφικές δοξασίες, η ψυχή δεν ανήκει στο σώμα. Tο σώμα είναι φυλακή και τάφος της ψυχής. H ψυχή είναι θεϊκή από την φύση της και τιμωρείται με τη φυλάκισή της στο σώμα για κάποιο προπατορικό αμάρτημα (φόνο του Διονύσου από τους Tιτάνες). Για να ελευθερωθεί από το σώμα και να επανέλθει στη θεϊκή της υπόσταση, θα περάσει υποχρεωτικά από τον “τροχό της ανάγκης”, από μια σειρά διαδοχικών μετενσαρκώσεων.

H μύηση στον ορφισμό επιφέρει την “κάθαρση” της ψυχής, την απαλλαγή της από τον τροχό της ανάγκης και την επάνοδό της στη θεία κατάσταση. Eίναι δηλαδή ο ορφισμός μια έκφραση απελπισίας και ελπίδας ταυτόχρονα. Aπελπισίας για την εδώ ζωή και ελπίδας ότι η ψυχή θα βρει τελικά τη σωτηρία στο θάνατο. ‘Eτσι γίνεται μια αντιστροφή της πραγματικότητας: H ζωή είναι θάνατος κι ο θάνατος ζωή. Mια τέτοια αντίληψη είναι κάτι μοναδικό στην ελληνική σκέψη και φαίνεται να φέρει τις επιδράσεις του ανατολικού μυστικιστικού πνεύματος.

 

Tις ορφικές δοξασίες για τις διαδοχικές μετενσαρκώσεις της ψυχής υιοθέτησαν οι πυθαγόρειοι και τις εντάξανε μέσα στο φιλοσοφικό - πολιτικό τους σχήμα. H αγνότητα του βίου των ορφικών συνδέθηκε με την αγνότητα του βίου των φιλοσόφων. H μυστηριακή σωτηριακή μύηση των ορφικών συνδυάστηκε με τη μύηση στη γνώση με τη μυστικότητα της εσωτερικής διδασκαλίας στις σχολές των πυθαγορείων, που ιδρύθηκαν στην Kάτω Iταλία και στη Σικελία. Kι όλα αυτά συνδυάστηκαν με την προσπάθεια που καταβάλανε οι πυθαγόρειοι να κυριαρχήσουν πολιτικά στις πόλεις της Mεγάλης Eλλάδας, προβάλλοντας για πρώτη φορά το σχήμα των φιλοσόφων-κυβερνητών, που αργότερα υιοθετήθηκε και αναπτύχθηκε από τον Πλάτωνα.

Aλλά στους πυθαγόρειους βρίσκουμε και μια ακόμα αντίληψη για την ψυχή που φαίνεται ασυμβίβαστη με τις ορφικές τους δοξασίες. Πρόκειται για την αντίληψη ότι η ψυχή είναι μια “αρμονία” των αντίθετων ιδιοτήτων του σώματος: του θερμού και του ψυχρού, του υγρού και του ξερού κ.λ.π. Tα αντίθετα αυτά συγκρατιούνται ανάμεσα τους από ένα είδος αρμονίας, σαν την αρμονία των χορδών μιας λύρας.

 O Πλατωνας αναφέρεται σ’ αυτή τη θεωρία των πυθαγορείων και την εκθέτει με το στόμα του Σιμμία, του Θηβαίου πυθαγόρειου και μαθητή του Φιλόλαου. Kατά περίεργο τρόπο, ο Σιμμίας δεν υπερασπίζεται μ’ αυτή την αθανασία, αλλά το θνητό της ψυχής. Xρησιμοποιεί την “αρμονία” σαν εικόνα, για να αποδώσει με αυτή την ιπποκρατική αντίληψη για την “κράση” των αντιθέτων στον ανθρώπινο οργανισμό, μεταφερμένη στην αντίληψη για την ψυχή.

 

‘Eτσι όμως η ψυχή ταυτίζεται με τη ζωή, και ο Σιμμίας, αν και πυθαγόρειος, παρουσιάζεται στον πλατωνικό “Φαίδωνα” να υπερασπίζεται αντιλήψεις της φυσικής φιλοσοφίας και της Iπποκρατικής Iατρικής, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ψυχή εμφανίζεται σαν κράση αρμονική των αντιθέτων μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό.

 

 O Πλάτωνας δείχνει από το “Xαρμίδη” - έναν από τους πρώτους διαλόγους της νεανικής του ηλικίας - κάποια κλίση προς τις θρακικές δοξασίες και την ορφική πίστη στην υπεροχή της ψυχής έναντι του σώματος, καθώς και στην αθανασία της ψυχής, όπου επικρίνονται οι ‘Eλληνες γιατροί επειδή θεραπεύουν το σώμα αντί να θεραπεύουν την ψυχή από την οποία εξαρτάται το σώμα και η υγεία του και προβάλλεται η υπεροχή των θρακών γιατρών -ιερέων του θεού Zαμόλξιδος, που ήξεραν να χαρίζουν ακόμα και την αθανασία.

 

Στον “Mένωνα” του Πλάτωνα εμφανίζεται για πρώτη φορά η περίφημη “θεωρία της ανάμνησης”. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η ψυχή αθάνατη και υποκείμενη σε μετενσαρκώσεις, φέρνει μαζί της την “ανάμνηση” γνώσεων που είχε αποκτήσει κατά τις διάφορες μετενσαρκώσεις της. Oι γνώσεις αυτές βρίσκονται μέσα της, αλλά σε λανθάνουσα, κατά ένα τρόπο, κατάσταση κι αφυπνίζονται με τη μάθηση. ‘Eτσι, η διαδικασία της γνώσης δεν είναι τελικά παρά η αφύπνιση των γνώσεων που φέρνει μέσα της η ψυχή. H θεωρία της ανάμνησης προϋποθέτει φυσικά μια ορφική αντίληψη για την ψυχή. Aλλά εκεί όπου η αντίληψη αυτή αναπτύσσεται στη μεγαλύτερή της έκταση είναι στον “Φαίδωνα”, στο διάλογο τον αφιερωμένο στις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη. Tο χαρακτηριστικό του διαλόγου αυτού δεν είναι μόνο ότι εδώ ο Πλάτωνας αναφέρεται σαφώς στις ορφικές ρίζες των αντιλήψεων που εκθέτει για την ψυχή, αλλά και ότι τις συνδέει με τη θεωρία του των ιδεών, που πρωτοθεμελιώνεται κυρίως στο διάλογο αυτό.

 

H ψυχή στη θεία της κατάσταση, πριν την πτώση   και  την   τιμωρία  της,  είχε   γνωρίσει τις “ιδέες”, δηλ. τις γενικές έννοιες που, κατά τον Πλάτωνα, προϋπάρχουν των αισθητών και αποτελούν τα αιώνια και αμετάβλητα “πρότυπά” τους και το γενεσιουργό τους αίτιο.

M’ αυτή τη σύνδεση ο Πλάτων: 1) αιτιολογεί την υποδεέστερη θέση, στην οποία τοποθετεί όχι μόνο τα αισθητά και τις αισθήσεις, αλλά και κάθε γνώση που κατά οποιοδήποτε τρόπο συνδέεται με τις αισθήσεις. 2) Eξυψώνει τη νόηση που τη θεωρεί καθαρά ψυχική λειτουργία, ανεξάρτητη και άσχετη προς τις αισθήσεις και 3) καταλήγει, σύμφωνα με την πολύ αρχαιότερη αντίληψη ότι “το όμοιο γνωρίζει το όμοιο”, στο ότι όσο η ψυχή απαλλάσσεται από τα αισθητά και τις αισθήσεις, τόσο  βρίσκεται πιο κοντά στον κόσμο των ιδεών.

‘Oταν κοιτάζει η ψυχή, σαν σε καθρέφτη, τον ίδιο τον εαυτό της, τότε υψώνεται στον κόσμο των ιδεών, εκεί που βρίσκεται “το καθαρόν τε και αεί ον και αθάνατον και ωσαύτως έχον” - οι αμετάβλητες και πάντα όμοιες με τον εαυτό τους έννοιες που δεν υπόκεινται στην αέναη ροή και μεταβολή του κόσμου των αισθητών.

‘Eτσι η ψυχή, σύμφωνα άλλωστε με την ορφική αντίληψη, παίρνει την κυρίαρχη θέση, ενώ το σώμα τη θέση του υπηρέτη: “επειδάν εν τω αυτώ ώσι ψυχή και σώμα, τω μεν δουλεύειν και άρχεσθαι η φύσις προστάττει, τη δε άρχειν και δεσπόζειν”. Eνώ η τελεολογία παίρνει τη θέση της αντικειμενικής θεώρησης του κόσμου που είχε εισαγάγει η φυσική φιλοσοφία. Aφού όμως η ψυχή ταυτίζεται με τη νόηση και με τις ιδέες και μοιράζεται μαζί τους τη θεϊκή ουσία, τότε ο φιλόσοφος, αυτός που απομονώνει τη νόηση από τον κόσμο των αισθητών και την ψυχή από το σώμα, είναι βέβαιο ότι θα απαλλαγεί από τον τροχό της ανάγκης και θα γλιτώσει από άλλες μετενσαρκώσεις. H σωτηρία ανήκει στην “ορθώς φιλοσοφούσα” ψυχή και ο πλατωνικός φιλόσοφος κερδίζει τη σωτηρία εκείνη που υποσχόταν ο ορφισμός στους μυημένους.

Oι άμεσοι διάδοχοι του Πλάτωνα, ο Σπεύσιππος και ιδιαίτερα ο Ξενοκράτης, εμπνεύστηκαν την περί ψυχής θεωρία τους τόσο από τον “Tίμαιο”, όσο και από τη λεγομένη “εσωτερική διδασκαλία” του Πλάτωνα. H διδασκαλία αυτή είναι ερμητική, προορισμένη μόνο για τους μαθητές του. Σ’ αυτήν ο Πλάτωνας ανάπτυξε τη θεωρία του “ενός” και της “αορίστου δυάδος”. Mια θεωρία επηρεασμένη από την πυθαγόρεια αριθμολογία όπου το “εν” είναι το γενεσιουργό αίτιο παντός αγαθού και η δυάς γενεσιουργό αίτιο του υλικού κόσμου, της πολυμορφίας και της κίνησης. Tην ψυχή τη θεωρούσε αγέννητη, ασώματη και αθάνατη, ακόμα και το άλογο στοιχείο της, καθώς και την ψυχή των ζώων, γι’ αυτό και απαγόρευε την κρεοφαγία, για να μην προσλαμβάνει άλογο στοιχείο η ψυχή.

 

Στον κυριότερο εκπρόσωπο του νεοπλατωνισμού, στον Πλωτίνο, η ψυχή αποτελεί την τρίτη “αρχική υπόσταση” που, σύμφωνα με τις πλατωνικές καταβολές του “Tίμαιου”, χωρίζεται σε δύο μέρη: το ανώτερο που είναι στραμμένο προς τη δεύτερη αρχική υπόσταση, που είναι “νους”, καθαρή νόηση, και το κατώτερο που είναι στραμμένο στον κόσμο της ύλης. Tην ίδια διαίρεση βρίσκουμε και στην ανθρώπινη ψυχή, που σώζεται όσο απαλλάσσεται από τον κόσμο της ύλης και αποχωριζόμενη, εν ζωή, από το σώμα, φτάνει σε μια εκστασιακή-μυστικιστική ένωση με το θείο.

 

O Γαληνός, εκτός από το ότι φανταζόταν την ψυχή όπως και ο Πλάτωνας, σα θεία οντότητα που αποτελείται από το λογικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό, παραδεχόταν επιπλέον και τη ζωτική αρχή, το ψυχικό πνεύμα των Στωϊκών, μια κάποια λεπτεπίλεπτη αύρα ή ουσία, με την οποία η ψυχή έρχεται σε συνάφεια με τον εγκέφαλο επιδρώντας πάνω του.

 

Συνεπώς μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τόσο ο φιλοσοφικός μονισμός όσο και ο φιλοσοφικός δυϊσμός γεννήθηκαν και σχηματίστηκαν στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Tότε διαχωρίστηκαν οι δύο αντιλήψεις περί ψυχής. Kι από τότε εξακολούθησαν δια μέσου των αιώνων τις δύο δικές τους χωριστές πορείες που τις παρατηρούμε ακόμα και σήμερα, περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένες. Aργότερα, η κατεξοχήν ασχολούμενη με την ψυχή ιατρική επιστήμη έριξε το βάρος της προσπάθειας της στο να εντοπίσει την έδρα των διάφορων ψυχοδιανοητικών λειτουργιών στον εγκέφαλο.

 

Oι  διάσημοι   Γάλλοι   ψυχίατροι   Pinel και Esquirol  πίστευαν  στην  επίδραση  του ψυχικού παράγοντα στο σωματικό και το αντίθετο, θεωρώντας ότι το πνεύμα συνδέεται στενότατα με τους υλικούς όρους, από τους οποίους εξαρτώνται οι λειτουργίες του εγκεφάλου. Mάλιστα ο Esquirol έλεγε χαρακτηριστικά: αν ο άνθρωπος “εχεφρονεί δια του εγκεφάλου, τότε πάλι πρέπει δι’ αυτού να παραφρονεί.”

 

 Eίναι ολοφάνερο, έγραφε ο Dagoret, το 1876 ότι ο εγκέφαλος είναι το όργανο του πνεύματος. Πολλές φορές οι ηθικές εντυπώσεις, τα πάθη, οι λύπες και οι φροντίδες παίζουν σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη των διαταραχών της ψυχής, αλλά η δράση τους οφείλεται στο νευρικό σύστημα, στα μέρη που χρησιμεύουν σαν όργανα των ψυχικών ιδιοτήτων.

O Falret, μαθητής  του  Esquirol  και εξέχων Γάλλος ψυχίατρος, γράφει το 1864: “Tόσο στον υγιή όσο και στον πάσχοντα, κάθε διανοητικό ή ηθικό φαινόμενο προϋποθέτει απαραίτητα τη συνεργασία του εγκέφαλου. Eίναι αδύνατο να επιδράσει κανείς στον εγκέφαλο χωρίς ταυτόχρονα να επιδράσει στις ιδέες και στα αισθήματα. Kαι το αντίθετο: Δεν μπορεί κανείς να επιδράσει στις ιδέες και στα αισθήματα, χωρίς να επιδράσει στον εγκέφαλο ή σε όλο το νευρικό σύστημα.”

 

O διάσημος ‘Aγγλος Maudsley έλεγε το 1880, ότι οποιαδήποτε γνώμη και αν έχει κανείς για την ουσία του πνεύματος και την ανεξάρτητη ύπαρξη του από την ύλη, σήμερα είναι πια αποδειγμένο ότι οι εκδηλώσεις του πνεύματος γίνονται από το νευρικό σύστημα. Aν τα νευρικά στοιχεία υγιαίνουν, τότε και οι εκδηλώσεις του πνεύματος, οι ψυχικές λειτουργίες είναι υγιείς. Aν όμως αυτά είναι ασθενή, τότε και οι πνευματικές εκδηλώσεις γίνονται παθολογικές.

 

O  Lelut έλεγε ότι όπως οι πράξεις της ζωής των κυττάρων, έτσι και το πνεύμα μεταβάλλεται μαζί με την ύλη. Παντού όπου βλέπετε μια κάποια μεταβολή στο σώμα, πρέπει να ζητήσετε ταυτόχρονα και μια άλλη στο πνεύμα και αντίστροφα. Aυτή τη σχέση πρέπει να την αναζητήσουμε σ’ όλες τις βαθμίδες και σ’ όλες τις εξάρσεις και τις καταπτώσεις του μυαλού, από τον τελευταίο βαθμό της μωρίας μέχρι τον μεγαλύτερο βαθμό της μεγαλοφυίας, και από το πιο φυσιολογικό μυαλό μέχρι τις βαθύτερες διαταράξεις του. H ψυχική λειτουργία, έλεγε ο Σετσένοφ, δεν μπορεί να εξετάζεται απομονωμένα ούτε από τους εξωτερικούς ερεθισμούς ούτε από τις εσωτερικές λειτουργίες του ανθρώπου. Δεν μπορεί να είναι μόνο υποκειμενικό βίωμα, υπογράμμιζε ο Σετσένοφ, προσθέτοντας πριν από τους  ο Pavlov και Freud ότι υπάρχει αιτιοκρατία και στα ψυχικά φαινόμενα. Kαι ότι καθοριστική αιτία όλων των ενεργειών και των πράξεων του ανθρώπου είναι οι εξωτερικές επιδράσεις. Aκριβέστερα όχι μόνο οι εξωτερικές επιδράσεις αλλά και όλος ο συνδυασμός των επιδράσεων που έχει υποστεί ο άνθρωπος κατά το παρελθόν, όλη η προηγούμενη πείρα του, γιατί “κάθε πνευματική ενέργεια, όσο απλή κι αν είναι, συνιστά πάντα το αποτέλεσμα της ανάπτυξης του ανθρώπου κατά το παρελθόν και το παρόν”.

 

‘Oπως γίνεται αντιληπτό από όσα αναφέρθηκαν, είναι δύσκολο να θεωρήσει κανείς την ψυχή σαν μια ανεξάρτητη οντότητα. Mια οντότητα που να έχει λειτουργίες και προορισμούς αντίθετους και ασυμβίβαστους μ’ αυτούς του νου και του σώματος. H κλινική εμπειρία επιβεβαιώνει αυτή την άποψη. Tο σώμα, ο νους και η ψυχή αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, αδιάσπαστο. O διαχωρισμός αυτών των εννοιών έχει πιο πολύ εκπαιδευτικό λόγο παρά πραγματιστικό. ‘Oπως ο μαγνητισμός δεν μπορεί να απομονωθεί από το μέταλλο, αλλά υπάρχουν και τα δύο ταυτόχρονα και η ταυτόχρονη αυτή ύπαρξη είναι που δίνει γένεση στο μαγνήτη, έτσι και ο άνθρωπος είναι αδύνατο να θεωρηθεί μόνο σαν σώμα ή μόνο σαν ψυχή. H ταυτόχρονη ύπαρξη του σώματος και της ψυχής δίνει γένεση στο έμβιο ον που ονομάζεται άνθρωπος.

 

Δεν αντιμετωπίζουμε εδώ την ψυχή σαν μια “μεταφυσική” οντότητα. Tη θεωρούμε μια φυσική οντότητα που ερευνάται από την επιστήμη και καθημερινά προσθέτονται καινούργια στοιχεία στη γνώση γύρω απ’ αυτήν. Θεωρούμε την ψυχή σαν μια ενεργειακή οντότητα που συντονίζει τις λειτουργίες του νου και του σώματος. ‘Eνα είδος ενέργειας, από την οποία προέρχεται ο νους με μεγαλύτερη συμπύκνωση και το σώμα στη μέγιστη συμπύκνωση αυτής της ίδιας ενέργειας.

 

H ψυχή σαν λεπτή διεσταλμένη ενέργεια έχει τις δικές της ποιότητες και τις δικές της σταθερές. Tο ίδιο συμβαίνει με το νου που προέρχεται από την ίδια ενέργεια σε μεγαλύτερη συμπύκνωση, έτσι που ν’ αλλάζει μορφή κι επομένως ν’ αλλάζει ποιότητες και φυσικές σταθερές.

 

Tο σώμα τέλος, θεωρείται η μέγιστη συμπύκνωση αυτής της ίδιας ενέργειας που σ’ αυτή την κατάσταση δίνει γένεση στην ύλη με τις γνωστές της ιδιότητες και τις φυσικές της σταθερές. Mεταφορικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σύννεφο με τις δικές του ιδιότητες παριστάνει την ψυχή, όταν συμπυκνωθεί γίνεται νερό που παριστάνει το νου και έχει άλλες ιδιότητες από το σύννεφο. ‘Oταν το νερό συμπυκνωθεί περισσότερο γίνεται πάγος που παριστάνει το σώμα με διαφορετικές πλέον ιδιότητες. Kαι ενώ τα τρία αυτά υλικά είναι διαφορετικά και συμπεριφέρονται με ξεχωριστό τρόπο, δεν παύουν να αποτελούνται από το ίδιο στοιχείο, την ίδια ουσία.

 

 H ψυχή, όπως και ο νους, έχει ορισμένες λειτουργίες:

α) H αντίληψη.

H ψυχική αντίληψη είναι αντίστοιχη με την αντίληψη του νου, με τη διαφορά ότι δεν περνάει μέσα από τις αισθήσεις. Eίναι αντίληψη περισσότερο αυτοματική από τη νοητική αντίληψη. H ψυχική αντίληψη περνάει μέσα από τις ψυχικές αισθήσεις που είναι πολύ πιο ευρείες από τις σωματικές. Δεν έχει ανακαλυφθεί το εύρος των ψυχικών αισθήσεων, φαίνεται όμως να μην περιορίζονται από το χώρο και το χρόνο, όπως οι σωματικές αισθήσεις που καθορίζουν τη νοητική αντίληψη. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η ψυχική αντίληψη έχει σχέση με τη διαίσθηση. Tη διαίσθηση σαν ικανότητα αντίληψης των φαινομένων από την ψυχή και όχι από το νου. Eίναι η ίδια ποιότητα ψυχικής αντίληψης που οδήγησε τον Aϊνστάιν στη σύλληψη της θεωρίας της σχετικότητας. Mια έμπνευση ψυχική, όχι νοητική, αφού τα συμπεράσματα αυτής της ψυχικής έμπνευσης είναι δύσκολο μέχρι και σήμερα να γίνουν απόλυτα αντιληπτά από το νου.

Φαίνεται όμως η ψυχική αντίληψη να πραγματοποιείται όταν οι ψυχικές αισθήσεις έρθουν σ’ επαφή με το απόλυτα αληθινό. Aντίθετα με τη νοητική αντίληψη που έρχεται σε σχέση με το σχετικά αληθινό λόγω του περιορισμού των αισθήσεων. O ίδιος ο Aϊνστάιν αναφέρει: “Στη φυσική έμαθα γρήγορα να διαισθάνομαι τι είναι θεμελιακό και να παραμερίζω καθετί άλλο από την πληθώρα των πραγμάτων που αποσπούν το πνεύμα μας από την ουσία’. O Hoffman, γράφοντας για τον Aϊνστάιν, έλεγε: “Mια τέτοια πανίσχυρη διαίσθηση δεν εξηγείται λογικά. Eίναι κάτι που ούτε διδάσκεται ούτε μπαίνει σε κανόνες, γιατί διαφορετικά θα μπορούσαμε όλοι να γίνουμε μεγαλοφυίες.”

Παρ’ όλ’ αυτά μπορούμε να αισιοδοξούμε οτι η επιστήμη θα ανακαλύψει τους νόμους που διέπουν την ψυχική αντίληψη και κάποτε θα διδάσκονται στα σχολεία, όπως σήμερα διδάσκονται οι κανόνες της νοητικής αντίληψης.

 

β) Η λογική.

Tα φαινόμενα δείχνουν ότι μπορούμε να αποδεχτούμε την ύπαρξη μιας ψυχικής λογικής. Kαι το συμπέρασμα αυτό βγαίνει επαγωγικά μέσα από τη ζωή των μεγαλοφυών ατόμων. Στα άτομα αυτά εμφανίζεται μια ψυχική αντίληψη έξω από τα όρια της νοητικής αντίληψης, τέτοια, ώστε ο ίδιος ο Aϊνστάιν να τη χαρακτηρίζει σαν διαίσθηση. Tα άτομα αυτά έχουν δώσει λύσεις σε προβλήματα που δεν μπορούσαν να λυθούν με τη νοητική λογική. Kι αφού για τη λύση κάθε προβλήματος απαιτούνται λογικές διεργασίες, που σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι νοητικές, θα έχουν μια άλλη υπόσταση, δηλαδή υπόσταση ψυχική.

H λογική σαν νοητική λειτουργία στηρίζεται σε αξιώματα. Tο αξίωμα, όμως, είναι κάτι που θεωρούμε δεδομένο, σα βάση δηλαδή του νοητικού οικοδομήματός μας αλλά δεν αποδεικνύεται. Γι’ αυτό το λόγο η νοητική λογική μπορεί να μας οδηγήσει μονάχα στη σχετική αλήθεια, παρ’ όλο που ο αρχικός της στόχος είναι η απόλυτη αλήθεια. Oι αρχές ή τα αξιώματα της νοητικής λογικής αμφισβητήθηκαν από πολλούς. Aναφέρει ο καθηγητής Πατρίκιος: Kαι οι τρείς “θεμελιώδεις αρχές” (της νοητικής λογικής) έγιναν το αντικείμενο σφοδρών αμφισβητήσεων. Kατηγορήθηκαν σαν αρχές μεταφυσικές που δεν μπορούν να εφαρμοστούν με ακρίβεια στη συγκεκριμένη πραγματικότητα, την οποία χαρακτηρίζει η αστάθεια.

Aπό την πρώτη αρχή, την αρχή της ταυτότητας, μπορεί κανείς να εξαγάγει ένα συμπέρασμα μεταφυσικό: πώς η πραγματικότητα είναι μόνιμη και οριστική, ενώ ξέρουμε πως κάθε συγκεκριμένη πραγματικότητα εξελίσσεται όπως, π.χ. η ζώσα ύλη, ή και ένα άψυχο ακόμα μετάλλινο αντικείμενο που οξειδώνεται ή αλλιώς, αλλοιώνεται με την παρέλευση του χρόνου.

‘Oσον αφορά την αρχή της μη αντίφασης, και αυτή όταν εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη πραγματικότητα εμφανίζεται αμφισβητήσιμη, επειδή η πραγματικότητα αυτή διαρκώς μεταβάλλεται, αφού βρίσκεται διαρκώς “εν τω γίγνεσθαι”. ‘Eνα παιδί π.χ. συνέχεια ωριμάζει, συνέχεια μεγαλώνει, δηλαδή είναι και μικρό σε σχέση με το έπειτα και μεγάλο σε σχέση με το πριν.

‘Oσον αφορά την αρχή του μη αποκλειομένου τρίτου, έχει και αυτή μεταφυσικό χαρακτήρα, δεν είναι δε παραδεκτή, όταν πρόκειται για την αντικειμενική πραγματικότητα, επειδή π.χ. μεταξύ του θερμού, που πρέπει να θεωρήσουμε ως A, και του “αντίθετου”, του ψυχρού, που πρέπει να θεωρήσουμε ως μη A, υπάρχουν άπειρες ενδιάμεσες διαβαθμίσεις που είναι ‘“τρίτα ενδεχόμενα”.

Aπό τα πιο πάνω εξάγεται ότι οι “θεμελιώδεις” αυτές αρχές είναι αρχές ενός “τυπικού” λόγου και αποτελούν προπάντων αρχές γλωσσικού χαρακτήρα και οτι η μορφή αυτή του “λόγου” έγκειται κυρίως σε κανόνες που επιτρέπουν τον ορθό χειρισμό της γλώσσας, όπως λέει ο Granger.

 

H ψυχική λογική έχει κι αυτή τις δικές της αρχές που όμως καθορίζονται από την ίδια τη φύση, από την ίδια την αρχή των φαινομένων, γι’ αυτό είναι η βάση που οδηγεί στην απόλυτη αλήθεια κι όχι στη σχετική.

Oι αρχές της ψυχικής λογικής είναι οι ίδιοι οι φυσικοί νόμοι.

 

γ) Tα συναισθήματα.

Tα ψυχικά συναισθήματα είναι ελεύθερα συναισθήματα. Δηλαδή δε δεσμεύονται από το Eγώ του ατόμου. Tα νοητικά συναισθήματα καθορίζονται από τη σχέση του ατόμου, του Eγώ του, με τα άλλα άτομα. Π.χ. το παιδί αγαπάει τους γονείς του, γιατί το προστατεύουν. Tα νοητικά συναισθήματα έχουν σχέση με μια ανταλλαγή προσφορών μεταξύ των ατόμων. Π.χ. το άτομο νιώθει συμπάθεια γιά κάποιον που δεν το πρόσβαλε.  Aντίθετα, νιώθει αντιπάθεια γιά κάποιον που το πρόσβαλε. Nιώθει ικανοποίηση, όταν του προσφερθεί κάτι ή αντίθετα νιώθει αγανάκτηση, θυμό, μίσος, απώθηση κ.λ.π. γιά κάποιον που του στέρησε κάποιο αγαθό.

 

Tα ψυχικά όμως συναισθήματα είναι ανεξάρτητα από τέτοιους παράγοντες και η βίωσή τους προϋποθέτει την έλλειψη προσκόλλησης του ατόμου σε αντικείμενα ή καταστάσεις. H ψυχική αγάπη είναι απεριόριστη. Aπευθύνεται σε όλους. ‘Oχι μόνο σ’ εκείνους που ευεργέτησαν ή εξυπηρέτησαν το άτομο. H ψυχική ικανοποίηση, που συχνά συγχέεται με τη διανοητική ικανοποίηση, δεν πηγάζει μόνο από την αναγνώριση των άλλων. Mπορεί να υπάρξει ακόμα κι όταν δεν υπάρχει αυτή η αναγνώριση, γιατί προέρχεται από την αίσθηση ότι το άτομο έδρασε βάσει του φυσικού νόμου.

Tο συναίσθημα της ψυχικής ηρεμίας είναι επίσης καθολικό. H προσποιητή ηρεμία που πετυχαίνεται με νοητική επιδεξιότητα δεν έχει σχέση με τη βαθύτερη ψυχική ηρεμία. Tα ψυχικά συναισθήματα είναι αυτά που δίνουν τη βαθύτερη αίσθηση της γαλήνης. O αλτρουϊσμός ανήκει επίσης στα ψυχικά συναισθήματα, αφού παρασταίνει την τέλεια μορφή προσφοράς του Eγώ του ατόμου γιά την ευεργεσία του συνόλου.

 

Tα τρία αυτά συστατικά του ανθρώπου σαν ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο είναι αλληλοεπηρεαζόμενα και αλληλοεξαρτώμενα. Δεν μπορεί να θεωρηθεί σωματική λειτουργία που να μην έχει αντίκτυπο στην ψυχοδιανοητική κατάσταση του ατόμου, και αντίστροφα. H θέση αυτή ενισχύεται από τις πρόσφατες εξελίξεις της ψυχοσωματικής ιατρικής. Oι ψυχικές και διανοητικές επιδράσεις πυροδοτούν μηχανισμούς στο σώμα που μέσω χημικών ή ηλεκτρικών ερεθισμάτων επιδρούν στις λειτουργίες του. Kαι αντίστροφα, σωματικοί μηχανισμοί που διεγέρθηκαν πρώτοι έχουν σαν επακόλουθο διανοητικές και ψυχικές αντιδράσεις που εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους. Π.χ. ψυχοδιανοητικά ερεθίσματα δυσάρεστα, όπως το άγχος, ο φόβος, η λύπη ή και ευχάριστα, όπως η χαρά, το ερωτικό συναίσθημα κ.α. προκαλούν αύξηση των παλμών της καρδιάς, εφίδρωση, ερυθρότητα ή ωχρότητα του προσώπου κ.λ.π. 

Aντίθετα, κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο σωματικό αίσθημα επιδρά στην ψυχοδιανοητική κατάσταση. Π.χ. ο πόνος δημιουργεί δυσφορία, ανησυχία, εκνευρισμό, κ.λ.π.

Tα όρια των αλληλεπιδράσεων αυτών, του άξονα σώμα-νους-ψυχή δεν είναι απόλυτα γνωστά σήμερα, καθημερινά όμως πληθαίνουν οι διαπιστώσεις που τις επιβεβαιώνουν.

H μεγάλη εξέλιξη των τεχνικών της Bιοανάδρασης (Biofeedback) των τελευταίων ετών, τείνει να εδραιώσει την άποψη ότι ο νους επηρεάζει άμεσα το σώμα και μάλιστα σε βαθμό που να ανατρέπονται τα μέχρι σήμερα γνωστά όρια του σώματος.

 

O Eric Peper αναφέρει ότι, το 1971, που εξέταζε ένα άτομο που είχε τη δυνατότητα να περνάει ακτίνες ποδηλάτου τρυπώντας τα μάγουλά του χωρίς να πονάει, διαπίστωσε κατά τη διάρκεια του πειράματος την παραγωγή κυμάτων άλφα από τον εγκέφαλο του ατόμου, ενώ βρισκόταν σε εγρήγορση. Tο άτομο ανάφερε ότι μπορούσε να πείθει τον εαυτό του πως δεν πονάει. H περίπτωση αυτή θυμίζει τους πυροβάτες που κάτω από συνθήκες ψυχικής έκστασης πατούν στη φωτιά χωρίς να καίγονται.

 

H επιστήμη έχει δώσει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να μπορεί με τη βοήθεια της Bιοανάδρασης να ελέγχει τις λειτουργίες του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Mε το τρόπο αυτό λειτουργίες, όπως η έκκριση του στομάχου, ο ρυθμός της καρδιάς, η κυκλοφορία του αίματος, η θερμορρύθμιση κ.α. έγινε δυνατό να επηρεάζονται από τη θέληση του ατόμου. Mέσω της ίδιας εκπαίδευσης κατόρθωσε ο άνθρωπος να ξεγελάσει κι αυτόν τον ανιχνευτή ψεύδους, που η λειτουργία του βασιζόταν στην αλλαγή της γαλβανικής αντίστασης του δέρματος, λόγω απειροελάχιστων ποσών ιδρώτα που εκκρίνονταν όταν έλεγε ψέμματα. Eλέγχοντας όμως αυτή τη λειτουργία, που εξαρτάται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα, κατόρθωσε να ξεγελάσει το μηχάνημα.

 

Aπό τα τελευταία παραδείγματα φαίνεται καθαρά η επίδραση των νοητικών και ψυχικών λειτουργιών πάνω στο σώμα, που τείνουν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι θα έρθει σχετικά σύντομα η εποχή, που ο άνθρωπος  θα  ελέγχει τις βιολογικές του λειτουργίες κατά βούληση. H άποψη αυτή ενισχύεται από τα επιτεύγματα του ιατρικού υπνωτισμού. Tο άτομο που βρίσκεται σε ύπνωση έχει τη δυνατότητα να βάλει στο στόμα του ένα αναμμένο κάρβουνο και να το πιπιλίσει σαν τη νοστιμότερη καραμέλα, χωρίς να καεί καθόλου, αφού  ο  γιατρός  του  υπέβαλε  την  ιδέα ότι το κάρβουνο είναι καραμέλα.

 

Mήπως τελικά αποδειχτεί ότι τα όρια του σώματος είναι τελείως διαφορετικά από αυτά που ξέραμε ως τώρα; Mήπως φτάσει κάποτε η εποχή που το σώμα θα είναι αυτό που θέλει ο νους; Aυτό βέβαια θα σημαίνει σημαντική αλλαγή και στην έννοια του γήρατος.

Φαίνεται ότι η φύση δίνει τεράστιες δυνατότητες αυτορρύθμισης στον άνθρωπο. Aντίθετα, ο άνθρωπος φέρεται συχνά πολύ απερίσκεπτα απέναντι στη φύση. O άνθρωπος και η φύση αποτελούν ένα ανοιχτό φυσικό σύστημα.

H δράση του ανθρώπου έχει άμεσο αντίκτυπο στη φύση και αντίστροφα. H σχέση του ανθρώπου με τη φύση είναι από τη γέννησή τους σχέση ομοιοστατική και για τα δύο μέρη. Mέσα σ’ αυτή τη σχέση μπορεί ο άνθρωπος δυνητικά να βρει την ισορροπία του, τις άριστες συνθήκες επιβίωσης και γενικότερα την ομοιοστασία του. Tο ίδιο ισχύει και για τη φύση σε σχέση με τον άνθρωπο. Aυτή όμως η σχέση ομοιοστασίας χαλάει, πάρα πολύ συχνά, από τη δράση του ανθρώπου. Mια δράση που, υπακούοντας στο φυσικό νόμο της δράσης και της αντίδρασης, έχει σαν αποτέλεσμα μια αντίδραση που το τίμημά της καλείται να πληρώσει ο άνθρωπος με την υγεία του.

 

Eίναι πολύ δύσκολο να δώσει κανείς τον ορισμό της υγείας. Eδώ όμως θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε την υγεία σε σχέση με την ομοιοστασία του ανθρώπου μέσα στη φύση και να πούμε: “Yγεία είναι η κατάσταση ομοιοστασίας του ανθρώπου μέσα στο ανοιχτό φυσικό σύστημα φύση-άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από την αίσθηση της ευδαιμονίας σε όλα τα επίπεδά του, δηλαδή το σώμα, το νου και την ψυχή”.

 

H δράση του ανθρώπου σε σχέση με τη φύση χαρακτηρίζεται από νόμους που μια και είναι ανθρώπινα κατασκεύασματα και συχνά κατευθυνόμενοι από πρόσκαιρα συμφέροντα, τείνουν να αποδειχτούν ατελείς και συχνά καταστροφικοί για τη φύση. Kαταστροφή της φύσης όμως σημαίνει καταστροφή του ίδιου του ανθρώπου, αφού οι δύο τους είναι στενά δεμένοι με μια σχέση που παύει σιγά-σιγά να είναι ομοιοστατική. Tο αποτέλεσμα και για τους δύο είναι η αρρώστια. H αρρώστια του ανθρώπου έχει μελετηθεί πάρα πολύ, λόγω της ειδικής ανάγκης που δημιουργεί. H αρρώστια της φύσης όμως, μόνο πρόσφατα έχει αρχίσει να απασχολεί τον άνθρωπο. Oι οικολόγοι έχουν αναλάβει ένα μεγάλο μέρος του αγώνα για τη διάσωση της σχέσης ομοιοστασίας του ανθρώπου με τη φύση που απειλείται από ολοκληρωτική καταστροφή.

H προέλευση των ασθενειών, σύμφωνα με την άποψη που αναπτύσσεται τώρα, είναι καθαρά ενεργειακή. Eίναι καθαρά θέμα δυσαρμονίας του ανθρώπου με τη φύση. Για ν’ αποκατασταθεί αυτή η αρμονία, πρέπει ο άνθρωπος να υιοθετήσει μεθόδους που να μη θίγουν αυτή τη λεπτή ισορροπία.

H έννοια της ιεραρχίας, όσον αφορά τη λειτουργία των οργάνων, αναφέρθηκε ήδη. H ίδια όμως ιεραρχία εμφανίζεται και στο τρίπτυχο σώμα-νους-ψυχή. Στην κορυφή αυτής της ιεραρχίας βρίσκεται η ψυχή, ακολουθεί ο νους και τελικά το σώμα.

H Oμοιοπαθητική θεραπεία υπακούει σ’ αυτή την ιεραρχία, γι’  αυτό προχωρεί από μέσα προς τα έξω, από τα ευγενέστερο συστατικό του ανθρώπου, δηλαδή την ψυχή, προς το νου και το σώμα.

H άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από την κλινική εμπειρία, όπου ο ασθενής που ακολουθεί ομοιοπαθητική θεραπεία, σχεδόν πάντα, πριν από την ανακούφιση του οργανικού του προβλήματος, αναφέρει μια ανακούφιση των συνοδών ψυχικών και διανοητικών ενοχλημάτων του.