Skip to main content
ΔΙΑΒΗΤΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ

ΔΙΑΒΗΤΗΣ - ΜΙΑ ΥΠΟΥΛΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ

ΔΙΑΒΗΤΗΣ - ΜΙΑ ΥΠΟΥΛΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ

700.000 έως 900.000 άτομα στη χώρα μας πάσχουν σήμερα από διαβήτη, όπως ανακοινώθηκε το 2009 από τον πρόεδρο της ελληνικής διαβητολογικής εταιρείας, τα 30.000 άτομα μάλιστα είναι κάτω των 30 ετών. Κάθε χρόνο μόνο στην Ελλάδα προστίθενται 35.000-40.000 άτομα, νέες περιπτώσεις διαβητικών. Ενώ μέχρι τώρα σε σχέση με την Ευρώπη ήμασταν σε πολύ καλύτερη θέση, έχει αρχίσει να κρούεται και για την Ελλάδα ο κώδωνας του κινδύνου. Κάτι η διατροφή μας που αλλάζει, κάτι το στρές που μας κατακυριεύει σιγά σιγά «εξευρωπαϊστήκαμε» και μείς.

Ο διαβήτης είναι μια ασθένεια που αφορά το μεταβολισμό και σχετίζεται ιδιαίτερα με την ικανότητα του οργανισμού να μεταβολίζει τα ζάχαρα. Ο διαβήτης εμφανίζεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει την ορμόνη ινσουλίνη για το μεταβολισμό των ζαχάρων (διαβήτης τύπου 1) ή όταν ενώ παράγεται αρκετή ινσουλίνη, δεν μπορεί να την χρησιμοποιήσει σωστά για τις μεταβολικές ανάγκες του (διαβήτης τύπου 2). Η ινσουλίνη είναι αυτή που βοηθά τη γλυκόζη να μπαίνει στα κύτταρα για να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας στον οργανισμό. Ο διαβήτης τύπου 2 αποτελεί τη συχνότερη μορφή διαβήτη. Περίπου το 90-95% όλων των περιπτώσεων διαβήτη είναι μορφές διαβήτη τύπου 2.

Επειδή ο διαβήτης στην έναρξη του είναι συχνά αθόρυβος, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που παρουσιάζουν διαβήτη για πέντε περίπου χρόνια χωρίς να έχει μπεί η διάγνωση. Τα κυριότερα συμπτώματα του διαβήτη στα αρχικά στάδια είναι: Συχνή και έντονη διούρηση, έντονη δίψα, έντονη και ακατάστατη πείνα, ανεξήγητη απώλεια βάρους, συχνή κούραση και νύστα, πληγές που δεν επουλώνονται εύκολα, δέρμα ξηρό με συχνή διάχυτη φαγούρα, μυρμηγκιάσματα κυρίως στα πόδια αλλά και στα χέρια και τέλος συχνές υποτροπιάζουσες μολύνσεις συνήθως από μύκητες στο δέρμα, στο στόμα, στα γεννητικά και την ουροδόχο κύστη. Η προληπτική εργαστηριακή εξέταση αίματος για γλυκόζη είναι αυτή που μπορεί να σώσει ανθρώπους γιατί εντοπίζεται πρώιμα ο διαβήτης.

Το φυσιολογικό ζάχαρο του αίματος είναι κάτω από 110 mg/dl και πρέπει να μετριέται το πρωί πριν φάμε ο,τιδήποτε. Αν σε τέτοιες μετρήσεις πάνω από δύο ή τρείς φορές εμφανιστεί  ζάχαρο πάνω από 125 mg/dl τότε αρχίζουν οι βάσιμες υπόνοιες, αλλά χωρίς πανικό, που επιδεινώνει τον διαβήτη, πρέπει να γίνεται ένας πλήρης και ολοκληρωμένος εργαστηριακός και ορμονικός έλεγχος για να τεθεί ή να αποκλεισθεί η διάγνωση του διαβήτη. Η κακή διατροφή και η έξαρση της παχυσαρκίας σε συνδυασμό με την καθιστική ζωή και την έλλειψη σωματικής άσκησης, θεωρούνται βασικά αίτια για την αύξηση των περιπτώσεων του διαβήτη. Σε ποσοστό 80% περίπου, τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 είναι παχύσαρκα. Τα υπέρβαρα και τα παχύσαρκα άτομα φαίνεται ότι έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σε κάποια στιγμή της ζωής τους από ότι τα άτομα τα οποία έχουν ένα φυσιολογικό βάρος.

Η ομοιοπαθητική συνδέθηκε με τον διαβήτη μέσα από την κλινική εμπειρία. Πριν από είκοσι πέντε περίπου χρόνια, όταν οι γνώσεις μας σε σχέση με το διαβήτη δεν ήταν τόσο ολοκληρωμένες όπως σήμερα, δεν υπήρχε και μεγάλη κλινική εμπειρία, η οποία όμως αυξήθηκε, όταν διαβητικοί ασθενείς πήγαιναν στον ομοιοπαθητικό γιατρό για την αντιμετώπιση κάποιου άλλου προβλήματος υγείας που παρουσίαζαν ταυτόχρονα με το διαβήτη. Τότε, παράλληλα με την βελτίωση του προβλήματος τους αλλά και της γενικής κατάστασης της υγείας τους, εμφανιζόταν και βελτίωση στο διαβήτη. Βλέπαμε πολλούς ανθρώπους να χρειάζονται λιγότερα αντιδιαβητικά φάρμακα όταν έπαιρναν παράλληλα ομοιοπαθητική θεραπεία. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια συνεργασία των ομοιοπαθητικών με τους διαβητολόγους, οι οποίοι έπρεπε να μειώσουν και να εξατομικεύσουν τις δόσεις των αντιδιαβητικών φαρμάκων στους ομοιοπαθητικούς ασθενείς τους.  Με τον καιρό είδαμε αρκετούς διαβητικούς να απαλλάσσονται ακόμη και πλήρως από τα αντιδιαβητικά φάρμακα, όταν ακολουθούσαν ομοιοπαθητική θεραπεία. Όλα αυτά τα δεδομένα μελετήθηκαν την τελευταία εικοσαετία, έγιναν κλινικές έρευνες και σήμερα πια είναι γνωστό ότι πολλές περιπτώσεις διαβητικών έχουν βρει τη λύση του προβλήματος τους με την ομοιοπαθητική.

Ο ομοιοπαθητικός γιατρός χρειάζεται έναν πολύ καλό και ολοκληρωμένο εργαστηριακό και κλινικό έλεγχο του διαβητικού ασθενούς για να μπορέσει να προσδιορίσει αν ο ασθενής αυτός μπορεί να ανταποκριθεί στην ομοιοπαθητική θεραπεία.

Επειδή η ομοιοπαθητική ενισχύει τον οργανισμό σε σύνολο και δεν έχει παρενέργειες, μπορεί να δοθεί με πλήρη ασφάλεια, παράλληλα με οποιαδήποτε αντιδιαβητική θεραπεία, και να βοηθήσει τον διαβητικό να εξισορροπεί το πρόβλημα του πολύ ευκολότερα ή να τον απαλλάξει πλήρως από αυτό.

-Αναδημοσίευση από την καθημερινή εφημερίδα της Θράκης "Η ΓΝΩΜH" www.gnomi-evros.gr